Η πολιτιστική κληρονομιά του Πόντου ταξιδεύει στους αιώνες, επιβιώνει και αναβιώνει, χάρη στην παρουσία θεματοφυλάκων-επιγόνων, άγρυπνων φρουρών και προασπιστών της ποντιακής παράδοσης.
Στη γενιά των τελευταίων ακμαίων θεματοφυλάκων, ανήκε και ο Θόδωρος (Μίμης) Τσελεπίδης, που γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Αγροσυκιά Πέλλας, στον τόπο που φιλοξένησε πρόσφυγες από την ονομαστή κωμόπολη Χάρσερα, της Αργυρούπολης του Πόντου.
Μεγάλωσε και ανδρώθηκε σ’ ένα περιβάλλον αγνό, που κυριαρχούσε η αγάπη και ο λόγος για την αλησμόνητη πατρίδα, την Χάρσερα.
Ήθη, έθιμα, αξίες, καθημερινή ζωή γεμάτη από μυρωδιές αιωνόβιων εδεσμάτων, ήχους της ακοίμητης ποντιακής λύρας, λιβάνι για τις πολύτιμες άγιες εικόνες και σκοπός όλων ένας: να μην ξεχαστεί ποτέ η αλησμόνητη πατρίδα. Ο Μίμης Τσελεπίδης, από την παιδική του ηλικία έλαβε την σκυτάλη για την προάσπιση όλων αυτών των αξιών και ένιωθε ιδιαίτερα ευλογημένος γι’ αυτό.
Η ενασχόληση με τη στιχουργική
Ο θάνατος της πρώτης του συζύγου Μαρίκας, τον ώθησε να ασχοληθεί με την ποίηση και την στιχουργική, για να απαλύνει την θλίψη του. Το ύφος των στίχων του δωρικό, χωρίς πλεονασμούς, άκρως συναισθηματικό και ταυτόχρονα κινηματογραφικό, παραπέμπει στην ουσία που τροφοδοτεί με ανάσα την ανθρώπινη ψυχή.
Παραπέμπει στην Αγάπη. Αυτήν την άκρατη και καθ’ ολοκληρίαν αγάπη που ένιωθε για την Χάρσερα, για τους γονείς του, για την αγαπημένη που πρόωρα τον άφησε για το αιώνιο ταξίδι, για τον Θεό και τον μέγα προστάτη Άγιο Γεώργιο, για τον Μέγα Προφήτη Ηλία, αγάπη για τη ζωή και τον συνάνθρωπο, γι’ αυτό και όλοι τον φώναζαν «θείο Μίμη». Ήταν ο θείος που θα ήθελαν όλοι να έχουν. Οι μυημένοι Πόντιοι τον ασπάζονταν και τον συμβουλεύονταν, ενώ οι μη Πόντιοι, παρακινούμενοι από τα ποιήματα του, άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τα ήθη κι έθιμα του Πόντου.
Τα περισσότερα στιχουργήματα του τα επένδυσε μουσικά ο λυράρης Αλέξης Στεφανίδης, που γνώριζε τον Μίμη Τσελεπίδη από την παιδική του ηλικία. Με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που είχε η φωνή του μορφοποιούσε ψυχικά στον ακροατή τα λόγια των στίχων του. Είχε επισκεφθεί τον Πόντο και τη ιδιαίτερη πατρίδα του Χάρσερα Αργυρούπολης τέσσερις φορές.
Τον θείο Μίμη τον γνώρισα μέσω του Αλεξίου Στεφανίδη το 2016. Τότε ήταν που τους πρότεινα να τους φωτογραφίσω στον λόφο του Προφήτη Ηλία Αγροσυκιάς, στο προσωπικό προσκύνημα του θείου Μίμη, το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία. Η ψυχική επικοινωνία που είχαν, καθώς και η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός τους αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες και η σκέψη μου άρχισε να γράφει για αυτήν την κατάσταση. Αυτή η φωτογράφιση λειτούργησε ως πρόδρομος για την κινηματογραφική καταγραφή της ιδιαίτερης καθημερινότητας αυτού του ανθρώπου.
Οι ώρες που περνούσα μαζί του στο μικρό γραφειάκι του στο σπίτι του στην Αγροσυκιά, οι πορείες μας μέσα στη φύση του χωριού και οι διάφορες συζητήσεις και αναζητήσεις μας, για την ιστορία και λαογραφία των προγόνων μας, κάθε φορά μου έδιναν την αίσθηση, πως ζω το ένδοξο παρελθόν, της καθημερινής ζωής του Πόντου, σε ενεστώτα χρόνο.
Οι τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής
Χρόνια πριν, εξέφρασε στον Αλέξη Στεφανίδη τι να πράξει την ημέρα της κηδείας του. Να αφήσει, αμέσως μετά την ταφή του στο μνήμα του μια πέτρα από τη Μονή Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά Χάρσερας και να παίξει το τραγούδι, «Τα χρόνα μ’ επολλάεψαν».
Την τελευταία φορά που αντάμωσα μαζί του ήταν στην ονομαστική του εορτή, 8 Μαρτίου. Μου είπε πειραχτικά: «Εθαρρώ, κι’ έχω χρόνο για να ελέπω το ντοκιμαντέρ ντο θα εφτάς για τα τραγωδίας ιμ’ και τον προφήτη Ηλία. Ας εν’, αμά ωρίασον, να εφτάς ατό.»
Απλός, φιλικός, μ’ αστείρευτο χιούμορ αν και αδύναμος, στο άκουσμα της ποντιακής λύρας πήρε δύναμη και τραγούδησε συγκινημένος για τη δεύτερη σύζυγο του την Πηνελόπη, με καταγωγή από την Άτρα του Πόντου, που είχε εκδημήσει πριν από ένα μήνα.
Στα χρόνια που γνωριζόμασταν, συνήθιζε να μου διαβάζει, ως κατευόδιο δυο στίχους του, την ώρα που αποχωριζόμασταν. Συνήθως έψαχνε στις σημειώσεις που είχε στο γραφείο του, για να επιλέξει τους κατάλληλους στίχους, που συμπλήρωναν πάντα την κουβέντα που είχε προηγηθεί. Την τελευταία φορά όμως, δεν διάβασε τους στίχους του, αλλά μου τους απήγγειλε:
«Θεέ μ’ φτωχός και γυρευός, έλεος ψαλαφώ σε,
την ψήμ’ σουμά σ’ ανάπαυσον πολλά παρακαλώ σε!»
Θωμαΐς Κιζιρίδου