Πρόκειται για το μεγαλύτερο ξύλινο κτήριο στην Ευρώπη και το δεύτερο μεγαλύτερο παγκοσμίως, τα 20.000τμ συνολικού εμβαδού του περιλαμβάνουν 206 δωμάτια, κουζίνα και βιβλιοθήκη, και έχουν φιλοξενήσει δημοτικό σχολείο και εργαστήρια επαγγελματικής κατάρτισης. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Isa Tepesi («Βουνό του Ιησού»), και η θέα στη Θάλασσα του Μαρμαρά είναι εντυπωσιακή.
Ο λόγος για το ιστορικό Ελληνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, που δυστυχώς καταρρέει από την εγκατάλειψη στην οποία έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να διασωθεί;
Το κτήριο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε το 1898 από τον Γαλλοοθωμανό αρχιτέκτονα Αλεξάντερ Βαλόρι ως πολυτελές ξενοδοχείο και καζίνο με την ονομασία Prinkipo Palace –θα ήταν το μεγαλύτερο της εποχής, σε όλη την Ανατολή–, για την Compagnie Internationale des Wagons-Lits, την ευρωπαϊκή εταιρεία επιβατικών τρένων που διαχειριζόταν το Οριάν Εξπρές. Το 1902 ωστόσο, όταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ δεν έδωσε άδεια για τη λειτουργία του, βγήκε στο σφυρί και αγοράστηκε από τη σύζυγο ενός επιφανούς Έλληνα τραπεζίτη, την Ελένη Ζαρίφη, η οποία το δώρισε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να το λειτουργήσει ως ορφανοτροφείο. Τα εγκαίνια του ιδρύματος έγιναν έναν χρόνο αργότερα, το 1903.
Το 1964 –περίοδος έντασης με επίκεντρο το Κυπριακό και τις διώξεις κατά του ελληνικού στοιχείου της Πόλης– η Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων της Τουρκίας αποφάσισε να σφραγίσει το Ορφανοτροφείο. Το ακίνητο κατασχέθηκε, και το 1997 πέρασε στην κυριότητα του τουρκικού κράτους.
Είχε μεσολαβήσει μια μεγάλη πυρκαγιά, το 1980, που προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο επιβλητικό κτήριο.
Ακολούθησε πολυετής δικαστικός αγώνας από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με επίκληση των οθωμανικών διαταγμάτων που του παραχωρούσαν τίτλο ιδιοκτησίας. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τουρκίας απέρριψε τη διεκδίκηση, επικαλούμενο ότι το κτήριο για δεκαετίες δεν λειτουργούσε ως ορφανοτροφείο και εκ της αχρηστίας αυτής είχε μετατραπεί σε κατασχεμένο περιουσιακό στοιχείο.
Ακολούθησε προσφυγή του Πατριαρχείου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο διέταξε το 2010 την Τουρκία να επιστρέψει το κτήριο στο Πατριαρχείο. Το 2012 συμπεριλήφθηκε στο Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Μνημείων της UNESCO (έχει χαρακτηριστεί μάλιστα «Απαραίτητο να διασωθεί»), και οι τουρκικές Αρχές το επέστρεψαν στην κατοχή του Πατριαρχείου. Τα χρόνια που μεσολάβησαν απαιτήθηκε μεγάλη κινητοποίηση προκειμένου να εξασφαλιστούν τα αναγκαία χρήματα για εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης.
Οι τελευταίες εξελίξεις δημιουργούν την προσδοκία το μοναδικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας ακίνητο να αποκτήσει και πάλι ζωή.
Σύμφωνα με πηγές του kathimerini.gr, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε ομόφωνα την οικονομική αξιοποίησή του. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το Φανάρι είχε ετοιμάσει ήδη μελέτη αξιοποίησης, την οποία είχε παρουσιάσει η εταιρεία Sevotel, οπότε η προοπτική να λειτουργήσει το Ορφανοτροφείο ως ξενοδοχείο –όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί–, μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια.
Εκτός από τη μελέτη της Sevotel, στη Σύνοδο έγινε αναλυτική παρουσίαση εναλλακτικών προτάσεων συνεργασίας με υποψήφιους επενδυτές. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο σχεδιασμός αφορά την προοπτική μακροχρόνιας μίσθωσης. Οι όροι πρόκειται να οριστικοποιηθούν στο προσεχές μέλλον από αρμόδια επιτροπή η οποία πρόκειται να συσταθεί.
Η επικρατέστερη εκδοχή πάντως είναι το κτήριο του Ορφανοτροφείου να αξιοποιηθεί ως ξενοδοχείο και χώρος φιλοξενίας, και δεν αποκλείονται συνεργασίες με μεγάλους ομίλους από την Τουρκία, την Ελλάδα και πολυεθνικές ξενοδοχειακές εταιρείες.
Κύκλοι από την Κωνσταντινούπολη που επικαλείται η εφημερίδα αναφέρουν πως η απόφαση για το μέλλον του Ορφανοτροφείου έπρεπε να προχωρήσει εδώ και πολλά χρόνια, καθώς από την ημέρα που πέρασε εκ νέου στα χέρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διαπιστώθηκε πως είχε εκτεταμένες φθορές και υπήρχε ανάγκη ανακαίνισής του. Η μη αξιοποίησή του προκαλούσε προβληματισμό και για το μελλοντικό ιδιοκτησιακό του καθεστώς.
Μελέτες που είχαν εκπονηθεί στο παρελθόν εκτιμούσαν πως μια επένδυση στον συγκεκριμένο χώρο για τουριστική ανάπτυξη θα απαιτούσε τουλάχιστον 60 εκατ. ευρώ, δίχως να αποκλείουν το ενδεχόμενο το τελικό ποσό να είναι και μεγαλύτερο.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι το πρώτο βήμα για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο.