Την ιστορία της προγιαγιάς της από την Τραπεζούντα, η οποία ενώ ήταν ακόμη μικρό παιδί ξεριζώθηκε από τον τόπο της για να βρει καταφύγιο από την τουρκική θηριωδία σε βάρος των Ποντίων στην Ελλάδα, αφηγήθηκε Ποντιοπούλα μαθήτρια της Γ’ τάξης του 4ου Γυμνασίου Ν. Ιωνίας Βόλου, σε εκδήλωση του σχολείου που έγινε μπροστά στο μνημείο της Γενοκτονίας των Ποντίων, ανήμερα της Εθνικής Ημέρας.
Η Κωνσταντίνα Αναστασίου αφηγήθηκε μέσα από τις διηγήσεις που έχει ακούσει από τη μητέρα της Ιωάννα Γεωργιάδου και εκείνη από τη γιαγιά της, πώς η προγιαγιά της που σήμερα στη Θεσσαλονίκη και είναι πάνω από 90 ετών, αποχωρίστηκε τον μεγάλο της αδερφό που έγινε αντάρτης αλλά και πώς έχασε κατά τον ξεριζωμό το μικρότερο αδερφάκι της που πέθανε στη διαδρομή προς την Ελλάδα, και η μητέρα της αναγκάστηκε να πετάξει στη θάλασσα!
Ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά, η μαθήτρια του 4ου Γυμνασίου Ν. Ιωνίας μίλησε για τη δική της οικογένεια, συγκλονίζοντας για το δράμα που βίωσαν οι Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι μετά από πολλές περιπέτειες κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στη «μαμά-πατρίδα» και να ριζώσουν ξεκινώντας μια νέα σελίδα στη ζωή τους.
Αυτή την ιστορία της οικογένειάς της η Κωνσταντίνα Αναστασίου την μοιράστηκε, με συναίνεση των γονιών της, Ιωάννας Γεωργιάδου και Ελευθέριου Αναστασίου, με τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ:
«Η προγιαγιά μου Ελπίδα Γεωργιάδου, το γένος Αβραμίδη, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και ήταν το έβδομο από τα οκτώ παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας. Μιας οικογένειας η οποία, όπως χιλιάδες άλλες, έζησε την εξαθλίωση και τον πόνο στον τόπο της, και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της, την περιουσία της, τους κόπους μιας ζωής.
»Έζησαν πολλά δεινά προτού ξεριζωθούν από τον τόπο τους. Καθώς όμως η προγιαγιά μου ήτα πολύ μικρή τότε δεν θυμάται πολλές λεπτομέρειες, ευτυχώς για την ίδια. Μια σκηνή όμως της έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό της, αυτή του αποχωρισμού με τον μεγάλο της αδερφό Αντώνη που ήταν αντάρτης.
»Ένα σπίτι ανάστατο και οι γονείς της να τρέχουν πανικόβλητοι να τον φυγαδεύσουν από την πίσω πόρτα και αυτή να κλαίει. Και από τότε σιωπή. Χάθηκαν τα ίχνη του για πολλά χρόνια.
»Μετά από κάποιο διάστημα ήρθε η ώρα και γι’ αυτούς να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Παρά την εξαθλίωση, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή τούς κρατούσε ζωντανούς. Το ταξίδι θα ήταν μακρύ αλλά θα τους περίμενε η μαμά πατρίδα, η Ελλάδα τους. Τους περίμενε όμως και μια πίκρα ακόμη. Το βρέφος της οικογένειας δεν άντεξε την πείνα και την κακουχία και πέθανε στα χέρια της μάνας του μέσα στο καράβι. Η κυρα-Δέσποινα, μην έχοντας άλλη επιλογή, το έριξε στη θάλασσα και το αποχαιρέτισε για πάντα.
»Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, αλλά έπρεπε να σταθεί δυνατή καθώς υπήρχαν ακόμη επτά παιδιά από πίσω. Μόλις πάτησαν στεριά τους περίμεναν εκεί κάποιοι άνθρωποι για να τους οδηγήσουν στον νέο τους τόπο. Και εκεί όμως τα πράγματα δεν θα ήταν απλά. Δεν θα ησύχαζαν τόσο εύκολα.
»Στο πρώτο χωριό που πήγαν οι ντόπιοι δυσανασχέτησαν με τους πρόσφυγες και έτσι τους ξαναμετέφεραν. Τελικά κατέληξαν σε έναν νέο οικισμό, σε ένα άλλο χωριό των Σερρών, στο οποίο τελικώς στέριωσαν.
»Το χωριό αυτό μετονομάστηκε Μαυροθάλασσα, καθώς η πλειοψηφία των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν εκεί καταγόταν από περιοχές των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας. Και κάπως έτσι τελείωσαν τα βάσανά τους και έκαναν νέα αρχή και δημιούργησαν νέα όνειρα. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ…».