Η Γενοκτονία των Ποντίων, την επέτειο της οποίας τιμούμε τη Δευτέρα, δεν είναι ένα ιστορικό επεισόδιο που απλώς καταγράφεται. Είναι μια βαθιά πληγή στον πυρήνα της ευρύτερης περιοχής μας, ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που ποτέ δεν τιμωρήθηκε, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε από τους αυτουργούς του και, κυρίως, δεν σταμάτησε να παράγει αποτελέσματα. Εξόρισε έναν ολόκληρο λαό από τις εστίες του τις οποίες δεν έχει πάψει να νοσταλγεί. Και δεν έχει διαγράψει.
Η αγωνία αυτή της μη λήθης, διακρίνεται στην συμπεριφορά του τουρκικού κράτους. Είναι συχνό το φαινόμενο απαγόρευσης εισόδου στην επικράτειά του ανθρώπων με βαθιά νοσταλγία για τον τόπο των προγόνων τους.
Από το 1914 έως το 1923, περίπου 353.000 Έλληνες του Πόντου εξοντώθηκαν μέσα από σφαγές, βιασμούς, εκτοπίσεις και καταναγκαστικά έργα. Μαζί με τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους αποτέλεσαν στόχους ενός γενοκτονικού προγράμματος εθνικής και θρησκευτικής εκκαθάρισης που διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Η γενοκτονία δεν ήταν παρενέργεια πολέμου. Ήταν οργανωμένο σχέδιο. Ξεκίνησε επί Αμπντούλ Χαμίτ Β’, εντάθηκε με τους Νεότουρκους και κορυφώθηκε με τον Μουσταφά Κεμάλ.
Ήταν μια κρατική στρατηγική, με σαφή στόχο τη «δημιουργία τουρκικού έθνους» επάνω στα ερείπια των πολυεθνοτικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ποντιακή γενοκτονία ήταν το αναγκαίο στάδιο για την οικοδόμηση του τουρκικού εθνικού κράτους – όχι μια υπερβολή του πολέμου, αλλά η ίδια η συνθήκη της γέννησής του.
Το τουρκικό κράτος γεννήθηκε λοιπόν γενοκτονικό, και παρέμεινε τέτοιο στις δομές, στις μεθόδους, στην ιδεολογία του. Η διαδοχή από την ισλαμική αυταρχία του Σουλτάνου, στον εθνικισμό των Νεοτούρκων, και τελικά στον κοσμικό κεμαλισμό δεν άλλαξε τον πυρήνα: τον βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας διά της εξόντωσης του «Άλλου».
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι το τουρκικό κράτος δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί με γενοκτονικές λογικές. Το κεμαλικό δόγμα της «ομογενοποίησης» εφαρμόστηκε επί δεκαετίες στους Κούρδους: καταστολή, βίαιος εκτουρκισμός, απαγόρευση γλώσσας, εξορίες, εκτελέσεις. Η διαφορά;
Στην περίπτωση των Κούρδων, η Τουρκία δεν επιδίωξε την πλήρη εξόντωση αλλά την ενσωμάτωση μέσω βίας ή εξαναγκασμού. Όμως η αρχή παρέμεινε: «ό,τι δεν εντάσσεται, καταστρέφεται ή υποτάσσεται».
Σήμερα, εν μέσω γεωπολιτικών αδιεξόδων, η Άγκυρα αναζητά νέο αφήγημα: όχι την άρνηση της διαφορετικότητας, αλλά τη χρησιμοποίησή της. Οι Κούρδοι, από απειλή, γίνονται εν δυνάμει εργαλείο. Με υπόρρητα ανταλλάγματα, με συμφωνίες ασφαλείας, με υποσχέσεις θεσμικής ενσωμάτωσης, το τουρκικό κράτος μετασχηματίζεται και επανατοποθετείται, όχι επειδή μετανοεί, αλλά επειδή γνωρίζει να επιβιώνει.
Αυτό είναι το μοτίβο της τουρκικής επιβίωσης: το κράτος που διέπραξε γενοκτονία είναι το ίδιο που σήμερα παριστάνει τον σταθεροποιητικό παράγοντα. Και το χειρότερο: έχει πείσει τη Δύση για αυτόν τον ρόλο.
Η διεθνής κοινότητα στάθηκε συνεπής σύμμαχος της λήθης. Η Τουρκία δεν έχει λογοδοτήσει για καμία από τις γενοκτονίες της.
Καμία σοβαρή πίεση για αναγνώριση, καμία διαδικασία αποζημίωσης, κανένας πολιτικός ή οικονομικός περιορισμός. Αντίθετα: ένταξη στο NATO, συμφωνίες για Μεταναστευτικό, εξοπλιστικά προγράμματα, εμπορικές ζώνες. Ο γενοκτόνος όχι μόνο δεν απομονώθηκε, αλλά επιβραβεύτηκε για τον γεωπολιτικό του ρόλο.
Ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ ούτε καν το Ισραήλ – παρά την κοινή εμπειρία των γενοκτονιών – δεν απαίτησαν ποτέ από την Τουρκία να αναμετρηθεί με το παρελθόν της. Η Τουρκία δεν διέπραξε, απλώς, μία γενοκτονία, αλλά μια τριακονταετή εκστρατεία εξόντωσης με κρατική συμμετοχή, από στρατό, αστυνομία, ντόπιο πληθυσμό και θρησκευτικούς μηχανισμούς. Και όμως, η διεθνής κοινότητα κάνει ότι δεν βλέπει.
Σήμερα, η Τουρκία συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, απειλεί την Κύπρο, παραβιάζει ελληνικά σύνορα, εξοπλίζει ισλαμιστικές πολιτοφυλακές και εγκαθιστά στρατεύματα σε κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά ταύτα, αντιμετωπίζεται ως «αναγκαίος παίκτης». Η ατιμωρησία για το παρελθόν της θωρακίζει τη βία του παρόντος.
Η μνήμη της Γενοκτονίας των Ποντίων δεν είναι απλώς ζήτημα τιμής. Είναι πολιτική αναγκαιότητα. Χωρίς πλήρη ανάδειξη του γενοκτονικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, χωρίς συστηματική πίεση για διεθνή αναγνώριση, χωρίς ρήξη με τη διπλωματική υποκρισία, η Ελλάδα θα παραμένει θεατής στο ίδιο έργο. Και δυστυχώς, δεν είναι απλώς θέμα Ιστορίας – είναι θέμα επιβίωσης.