Οι μάνες του Πόντου είδαν τον κόσμο, τις πόλεις, τα χωριά και τα σπίτια τους να χάνονται μέσα σε λίγες ημέρες. Αναγκάστηκαν να πνίξουν τα παιδιά τους με τα ίδια τους τα χέρια για να μην τους προδώσουν όταν τους κυνηγούσαν οι ορδές των Τούρκων. Πήραν τα όπλα και πολέμησαν μαζί με τους άντρες στα βουνά, για να υπερασπιστούν τις πατρίδες και τις ζωές τους. Έμεναν νηστικές για τα ταΐσουν με ό,τι έβρισκαν πρώτα τα παιδιά τους.
Φρόντιζαν ηλικιωμένους και ανήμπορους στις πορείες θανάτου, ενώ κουβαλούσαν στην πλάτη τα μωρά τους που πολλές φορές πέθαιναν από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες. Τα έθαβαν και συνέχιζαν την πορεία τους στον αγώνα για την επιβίωση.
Κι όταν ήρθαν στην Ελλάδα, διωγμένες από τις πατρογονικές πατρίδες τους, αντιμετώπισαν καχυποψία κι εχθρότητα, ενώ έπρεπε να στήσουν μια ολόκληρη ζωή από την αρχή. Χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, έχοντας χάσει συγγενείς, παιδιά, άντρα, αδέλφια.
Κι όμως, αυτές οι Πόντιες μάνες, στύλωσαν τα πόδια τους, αψήφησαν τον πόνο τους και βρήκαν δουλειές στα χωράφια, στα χωριά και τις πόλεις, μεγάλωσαν τα παιδιά τους, τα σπούδασαν και μετέφεραν τα έθιμα και την παράδοση των πατρίδων του Πόντου στην επόμενη γενιά. Για να μην ξεχαστούν οι πατρίδες τους, η ζωή τους εκεί. Για να συνεχίσει ο Πόντος να υπάρχει στις συνειδήσεις και τις μνήμες.
Είναι αυτές οι μάνες που ανέστησαν τον Πόντο, που τον αναγέννησαν στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, όπου υπάρχουν Πόντιοι, μέσα από την απέραντη αγάπη για τα παιδιά και τις πατρίδες που άφησαν πίσω, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν. Και ποτέ δεν παράτησαν τον αγώνα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας που συντελέστηκε στα χωριά και τις πόλεις τους.
Κι είναι τόσο σπουδαίες οι μάνες, που ακόμη κι ο ήλιος στην αγκαλιά της ξεκουράζεται, όπως γλαφυρά αναφέρει ένα ποντιακό τραγούδι που κατέγραψε ο αείμνηστος Στάθης Ευσταθιάδης, με τίτλο «Ήλε μ’ (Ύμνος στη μάνα)» από τη μελέτη του Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981 (31992).
Ήλε μ’, διαβάτε τ’ ουρανού κι αψιμοφορτωμένε,
ολημερίς ακοίμηγος, χαρεντερίεις τον κόσμον,
κι όντες σιμών’ να βασιλεύ’ς, ’ς σα θαλασσάκρια πέραν,
τα κόσμια όλα θλίφκουνταν, ψυχομαχεί η μέρα.
Ήλε μ’, πού πας και βασιλεύ’ς και κρύφκεσαι τη νύχταν;
Πού πας κι απονεγκάσκεσαι και κείσαι και κοιμάσαι;
’Σ ση θάλασσας τον πέλαγον, γιά ’ς σα ραχιοπιδέβας;
Και ποίος ξύν’ κρύον νερόν ’ς ση κάρδιας ισ’ τη βρούλαν;
Ο ήλεν χαμογέλασεν, επελογέθεν κ’ είπεν:
–Νιά θάλασσας, νιά πέλαγα και νιά ραχιοπιδέβας.
Εγώ πουθέν ’κί κρύφκουμαι, εγώ πουθέν’ ’κί χάμαι.
Ακοίμηγος κι ανάπαγος κι ουρανοστρατοκόπος,
την πλάσ’ ξαν τριγυλίσκουμαι, τα κόσμια ανασταίνω
κι όντες παρανεγκάσκουμαι, πάω και βασιλεύω.
Κι η Δύση τ’ απιδέβαστον, ατέ τ’ εμόν η Μάνα,
καλόγνωμος ’κοδέσπενα, νυχτοσυντροφεμέντσα,
χαλία στρών’ ’ς σην απαντή μ’, απάτετα παρχάρια,
δεξιά-ζερβιά τρεχούμενα, νερά κατενοδάκρυα
κι εγώ καλοδεχούμενος ’ς ση Μάνας την εγκάλιαν,
με τ’ ατεινές το φίλεμαν, νυχτοσκουντουλιγμένον,
κοιμάμαι κι αναπάγουμαι, μωρολαλαδεμένος!…