Η Αθηνά Κωνσταντινίδου γεννήθηκε στον οικισμό Μεσαρέα (Μεσσορέα) κτισμένο στην ανατολική πλαγιά του Καρλούκ Τ., 7 χλμ. νότια της Τραπεζούντας. Πριν από το 1914 ο πληθυσμός του οικισμού ήταν μικτός και ανερχόταν σε περίπου 800 κατοίκους. Τα μέλη της ελληνικής κοινότητας είχαν μετοικήσει από την περιοχή του Χαμψίκιοϊ και μιλούσαν ποντιακά. Συντηρούσαν εκκλησία της Σταυροπροσκυνήσεως, παρεκκλήσια καθώς και δημοτικό σχολείο.
Οι κάτοικοι διέθεταν τα προϊόντα τους (κυρίως καλαμπόκι, φουντούκια, φασόλια και γαλακτοκομικά) στην αγορά της Τραπεζούντας, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξενιτεύονταν στη Ρωσία για να αυξήσουν το εισόδημά τους.
Η μαρτυρία της Αθηνάς Κωνσταντινίδου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Οι Ρώσοι όταν ήρθανε στα μέρη μας, αγάδες και πασάδες ήμαστε. Με χρυσά κουτάλια τρώγαμε. Απ’ όλα μας δίνανε και ρούχα και φαΐ. Με το γέλιο και τον καλό λόγο στέκονταν κοντά μας. Όταν έφυγαν, όμως, έρημος και σκοτεινός έμεινε ο τόπος. Φόβος, μεγάλος φόβος μάς έπιασε. Οι Τούρκοι θα μας έπιαναν όλους και ποιος θα γλίτωνε!
Οι Ρώσοι φύγανε και τ’ αφήσανε όλα, και ταϊστικά και ρούχα, όλα τ’ αφήσανε και φύγανε. Κι εμείς από πίσω τους. Την άλλη μέρα, την πιο άλλη, ξεκινήσαμε αμέσως, να μη μας προλάβουνε οι Τούρκοι. Εσύ δεν ξέρεις πώς φύγαμε. Τα ρούχα απλωμένα στο σκοινί τ’ αφήσαμε. Τα ζώα φωνάζανε, τσιρίζανε, να λυπάται η καρδιά σου. Το καταλάβαιναν που φεύγαμε και χαλνούσανε τον κόσμο με τις φωνές τους, κότες, αγελάδες, σκυλιά, όλα μαζί. Τα θυμάμαι και κλαίει η καρδιά μου. Ο Θεός δε μας άφησε ούτε τα ζωντανά να χαρούμε. Όλοι μαζί φύγαμε και ύστερα σκορπίσαμε. Η μάνα έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Άλλοι πήγανε στην Τραπεζούντα και μπαίνανε στα καράβια και φεύγανε για τη Ρουσία. Άλλοι φύγανε με τα πόδια, προχωρήσανε στα βουνά, πώς πήγανε, δεν ξέρω. Φεύγαμε και πίσω δε γυρίζαμε να δούμε.
Εγώ πήγα μαζί μ’ άλλους στην Τραπεζούντα και μπήκα σ’ ένα καράβι και βγήκαμε στη Ρουσία. Πρώτα πήγαμε σ’ ένα χωριό, Σούπασι το λέγανε, κοντά στο Κιρίμ. Εκεί ήταν όλο Αρμεναίοι. Λίγους μήνες μείναμε και φύγαμε. Πήγαμε στη Θεοδόσια. Εκεί βρήκα τον άντρα μου κι έπιασα κι εγώ δουλειά. Σε ξένα χώματα δουλεύαμε και οι δυο. Ιδρώτα χύναμε και λίγο φαΐ τρώγαμε.
Μείναμε οχτώ χρόνια και φύγαμε κι από κει και πήγαμε στο Μπατούμ. Κι εκεί την ίδια δουλειά κάναμε, δουλεύαμε με το μεροκάματο σε κτήματα. Καμιά φορά κουβαλούσαμε και νερό. Νερουλάδες ήτανε οι πιο πολλοί συγχωριανοί μας. Κάθε χρόνο λέγαμε να μπορούσαμε να φύγομε, να πάμε στην Ελλάδα, να βρούμε ησυχία, να ζήσουμε καλά. Κάναμε ένα γιο, τον παντρέψαμε με κορίτσι απ’ την πατρίδα και στα 1938 ξεκινήσαμε και ήρθαμε στον Πειραιά όλοι μαζί. Εδώ, με τα χρόνια, αρρώστησε ο γέρος. Έχασε το μυαλό του. Πείνα και φτώχεια πάλι. Και το παιδί μου κουράζεται όλη μέρα και το φαΐ δεν φτάνει ποτέ.