Λεπτοκάρυον, ή κάρυον το ποντικόν. Από το ποντικόν με παραφθορά προέκυψε το τουρκικό φουντούκ’, το οποίο ως αντιδάνειο παρέμεινε στη νεοελληνική (φουντούκι).
Τα ποντιακά κάρυα είναι ένα είδος μεγάλων λεπτοκαρυών (φουντουκιών) που ευδοκιμούν στον Πόντο.
Η συγκομιδή γινόταν από την 20ή Ιουλίου μέχρι αρχές Αυγούστου, και η κωδικοποιημένη έκφραση θα κρεμάνωμεν το καλάθ’ υπονοούσε την έναρξή της. Όταν άρχιζε, όλος ο κόσμος ήταν επί ποδός. Ένας πραγματικός οργασμός. Αρχικά ετοιμάζονταν οι αποθήκες για να δεχτούν τη νέα σοδειά, τα καλάθια για τη συλλογή και οι τέντες για το άπλωμα του καρπού. Η συγκομιδή από το δέντρο γινόταν από τις εργάτριες και τους εργάτες που συγκέντρωναν τελικά τον καρπό σε μεγάλα κοφίνια τα οποία άδειαζαν σε έναν σωρό. Ο σωρός ανακατευόταν (κλώσιμον) δύο και τρεις φορές την ημέρα με ειδικό φτυάρι, το λεγμετέρ’.
Ακολουθούσε χτύπημα των καρπών για να απαλλαγούν από την κάψα τους, – οπότε λέγονταν τσατσία (από το τσατσαλίζω = απογυμνώνω). Βέβαια κατά τη διαδικασία αυτήν μέρος των λεπτοκαρυών έσπαζαν, οπότε η ψίχα τους συλλεγόταν από τις εργάτριες για δικό τους όφελος. Αυτό λεγόταν και καντζολόγεμαν (από το καντζίν = ψίχα). Στη συνέχεια τα νωπά ακόμα λεπτοκάρυα, τα σερκίγια, όπως τα αποκαλούσαν, τα άπλωναν στις αυλές πάνω σε τέντες για να αποξηρανθούν.
Αρκετές οικογένειες είχαν δικές τους λεπτοκαρυές. Όσοι δεν είχαν, τα προμηθεύονταν είτε από την αγορά είτε από κείνα που τους έδιναν χάρισμα όταν εργάζονταν στο μάζεμα, ή και από τα πασάκια, δηλαδή το δεύτερο και τρίτο χέρι μετά τη συγκομιδή είτε των δέντρων είτε των υπολοίπων του ξεφλουδίσματος (καμπσούκια) – κάτι αντίστοιχο με το σταχυολόγημα.
Άλλος (όχι και τόσο ασυνήθιστος) τρόπος ήταν η απόκρυψη κάθε φορά κάποιας ποσότητας λεπτοκαρυών σε εσωτερικές τσέπες της ενδυμασίας των γυναικών που βοηθούσαν στο μάζεμα ή το ξεφλούδισμα (κλεψισμάτια).
Το ίδιο αποδοτική ήταν η μέθοδος και σε όσους βοηθούσαν στα εργαστήρια διαχωρισμού της ψίχας του καρπού. Όμως οι φύλακες είχαν γνώση και συνέβαινε σποραδικά να αποκαλύπτονται οι λαθρόχειρες, με δυσμενείς συνέπειες και τον ανάλογο σχολιασμό.
Έναν βούραν τσατσόπα, λεφτοκαρύ κανζόπα,
βάλλ’ ατα ’ς σην τσιόπε μου, καντουρεύω κορτσόπα.
Μόσε θεία μόσε, μόσε παλαλός έν’,
μ’ έναν βούραν λεφτουκάρε, λέει με έλ’ ας φιλώ σε.
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.