Με απλές λέξεις της νεοελληνικής θα απαντούσαμε ότι ο χαλεβράκης είναι ο ατημέλητος, ο ατσούμπαλος, ο ακαλαίσθητος, ο απεριποίητος. Ο ορισμός που δίνει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, ωστόσο, στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου είναι πολύ πιο ενδιαφέρων:
«Σκωπτικώς, άνθρωπος που του οποίου συνεχώς καταπίπτει το βρακί, ως εάν είναι έτοιμος δια το αφοδευτήριον, ή κρέμεται η βρακοζώνα και η ζώνη, εν γένει αφιλόκαλος».
Η λέξη προέρχεται από τα ουσιαστικά χαλά και βρακίν, και τη συναντούμε στην περιοχή της Κερασούντας.
Όσο για τη λέξη χαλά, δεν έχει σχέση με το ρήμα χαλάω. Σημαίνει τουαλέτα (αφοδευτήριον, όπως λέει ο Α.Π.). Προέρχεται από το αραβικό hala.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.