Λίγα χριστουγεννιάτικα γλυκά τραβούν το μάτι όσο τα springerle, που από τον 14ο αιώνα (ίσως κι από πιο παλιά) συνοδεύουν τις μεγάλες γιορτές –άρα και τον ερχομό του Χριστού– στη νοτιοδυτική Γερμανία (τότε Σουηβία, σήμερα περιοχή που περιλαμβάνει τμήματα της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Βαυαρίας). Το όνομά τους σημαίνει «μικρός ιππότης» ή «μικρός άλτης», και αναφέρεται είτε στα αλογάκια που σαν στάμπες κοσμούν κάποια από αυτά τα μπισκοτάκια, είτε στο «σκάσιμο» της ζύμης τους καθώς ψήνεται.
Πριν από την έλευση του μπέικιν-πάουντερ στην κουζίνα, για να φουσκώσει η ζύμη χρησιμοποιούσαν μαγειρική αμμωνία που παρασκεύαζαν από κέρατα ελαφιού!
Αλεύρι, αυγά και ζάχαρη άχνη χρειάζονται για να ετοιμαστεί η μαλακή ζύμη. Την αφήνουν να κρυώσει, μετά αναλαμβάνει ο πλάστης, και στη συνέχεια έρχεται η ώρα για τη στάμπα.
Τα παλιά καλούπια ήταν συνήθως πέτρινα ή κεραμικά – κάποια από τα πιο πολύτιμα ήταν από σκληρό ξύλο αχλαδιάς. Τα μέλη της οικογένειας και οι γείτονες σκάλιζαν τα δικά τους σχέδια: λουλούδια, ζωάκια, οικόσημα κι άλλα, ανάλογα με τη γιορτή: στην πιο παλιά ξύλινη σφραγίδα φιγουράρει ένα πασχαλινό αρνάκι. Τον 17ο αιώνα συνηθίζονταν θέματα από τη Βίβλο. Συχνά τα χώριζαν στα τέσσερα, ώστε κάθε μπισκοτένιο «παραθυράκι» να αφηγείται μέρος μιας ιστορίας.
(Φωτ.: pixabay.com)
Μετά το… σταμπάρισμα τα μπισκότα στεγνώνουν 24 ώρες για να διατηρηθούν οι λεπτομέρειες, και μετά τα τοποθετούν σε ταψί πασπαλισμένο με γλυκάνισο. Βγάζοντάς τα από το φούρνο το σχέδιο της στάμπας είναι κρουστό, ενώ το κάτω μέρος, το πιο υγρό, έχει φουσκώσει. Όταν είναι φρέσκα τα springerle είναι αρκετά σκληρά, και γι’ αυτό τα αποθηκεύουν 2-3 εβδομάδες, για να μαλακώσουν.
Σήμερα πολλοί χρησιμοποιούν έναν πλάστη ειδικό για springerle, τον οποίο ρολάρουν πάνω στη ζύμη αφήνοντας στην πάνω επιφάνειά της τα λαξευμένα σχέδια. Αρκετοί είναι όμως αυτοί που επιμένουν να διατηρούν την παράδοση – επιτρέπει άλλωστε μια φιλική, χριστουγεννιάτικη άμιλλα μεταξύ καλών γειτόνων.
(Φωτ.: pixabay.com)
- Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ και wikipedia.