Σε ένα προσχέδιο συμφωνίας για τις μετά το Brexit σχέσεις τους κατέληξαν η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική διακήρυξη, όπως ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τουσκ, θα πρέπει να επικυρωθεί κατά τη Σύνοδο Κορυφής την Κυριακή. Το 26 σελίδων κείμενο, το οποίο θα πρέπει να υπογραφεί μαζί με τη συνθήκη αποχώρησης, «θέτει τις παραμέτρους μιας σύμπραξης φιλόδοξης, ευρείας, ευέλικτης και σε βάθος».
Αν και η συγκεκριμένη πολιτική διακήρυξη δεν έχει νομική ισχύ, εντούτοις θεωρείται ότι έχει πολιτική αξία για τον προσδιορισμό του πλαισίου των διαπραγματεύσεων που θα ξεκινήσουν μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, στις 29 Μαρτίου 2019.
Το κείμενο συμφωνήθηκε σε επίπεδο διαπραγματευτικών ομάδων και εστάλη ήδη στις 27 χώρες-μέλη. Βασικός του άξονας είναι ότι η μεταβατική περίοδος μπορεί να παραταθεί μέχρι και δύο χρόνια μετά το τέλος του 2020, δηλαδή την αρχικά προβλεπόμενη από τη συνθήκη αποχώρησης ημερομηνία.
Η τελική συμφωνία του «διαζυγίου» αναμένεται να συζητηθεί το Σάββατο, μία ημέρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής, στη συνάντηση που θα έχουν η Τερέζα Μέι και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στις Βρυξέλλες. Χθες η Βρετανίδα πρωθυπουργός πραγματοποίησε ένα ταξίδι-εξπρές στην έδρα της Κομισιόν. Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει ήδη προειδοποιήσει ότι μένει να διεξαχθούν πολλές συνομιλίες μέχρι την τελική συμφωνία, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει γνωστά τα σημεία τριβής ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ωστόσο «αγκάθι» θεωρείται η τύχη του Γιβραλτάρ (η Ισπανία προειδοποιεί ότι θα καταψηφίσει και ότι θα πρέπει να υπάρξει διμερής συμφωνία ανάμεσα στη Μαδρίτη και στο Λονδίνο), ενώ προβληματικό είναι και το σημείο που αφορά την πρόσβαση των Ευρωπαίων αλιέων στα βρετανικά χωρικά ύδατα.
Κατά τη διάρκεια ανακοινώσεων που έκανε μπροστά από τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, η Τερέζα Μέι σημείωσε ότι η καταρχήν συμφωνία για το Brexit «είναι μια καλή συμφωνία για τη χώρα» και τόνισε ότι εφαρμόζει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.