Την 1η Ιανουαρίου 2018 η Ευρώπη συμπληρώνει εξήντα χρόνια ζωής. Παλαιότερα, τα εξήντα χρόνια ίσως φαίνονταν πολλά· σήμερα δεν είναι. Μια εξηντάχρονη φαίνεται –και είναι– μια αξιοπρεπής κυρία που διατηρεί τη γοητεία της και συμπεριφέρεται με την πείρα που απέκτησε.
Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει για την Ευρώπη.
Τα οικονομικά και πολιτικά επιτεύγματα που σημειώθηκαν κατά την ανάκαμψη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επιβίωση του Ψυχρού Πολέμου είναι σχεδόν ξεχασμένα.
Πριν από εξήντα χρόνια, την 1η Ιανουαρίου 1958, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ίδρυσαν από κοινού την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) με στόχο την οικονομική ολοκλήρωση και το ελεύθερο εμπόριο εντός μιας τελωνειακής ένωσης.
Αν και οι άμεσοι στόχοι ήταν οικονομικοί, οι φιλοδοξίες ήταν πάντα υψηλότερες: Στις δύο πρώτες προτάσεις του ιδρυτικού εγγράφου, της Συνθήκης της Ρώμης, τα κράτη μέλη δήλωσαν την αποφασιστικότητά τους «να θέσουν τα θεμέλια μιας ολοένα στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης και να εξασφαλίσουν την οικονομική και κοινωνική πρόοδο των χωρών τους με κοινή δράση για την εξάλειψη των φραγμών που διαιρούν την Ευρώπη».
Πριν από 60 χρόνια, οι στόχοι αυτοί φάνηκαν να είναι εξωπραγματικοί.
H Ευρώπη χωρίστηκε όχι μόνο από τις εθνικές προκαταλήψεις και τις οικονομικές ανισότητες, αλλά κυρίως από το σιδηρούν παραπέτασμα, το οποίο διέτρεχε την ήπειρο από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, με τη Μόσχα να ελέγχει τα έθνη στα ανατολικά του.
Ο σοβιετικός έλεγχος επαναβεβαιώθηκε μετά την αποτυχία της Άνοιξης της Πράγας το 1968, ενώ η ΕΟΚ εξακολούθησε να ενσωματώνει και να δέχεται νέα μέλη: το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Δανία το 1973, την Ελλάδα το 1981, την Ισπανία και την Πορτογαλία το 1986. Στη συνέχεια, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, ο δρόμος ήταν ανοιχτός στην πανευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το 1993 η Συνθήκη του Μάαστριχτ θέσπισε την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1999 δημιουργήθηκε ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ, και μέχρι το 2007 δεκατρία μέλη προσχώρησαν στην Ένωση, ενώ η Κροατία έγινε το 28ο μέλος το 2013.
Η ΕΕ έχει μόλις πάνω από 500 εκατομμύρια ανθρώπους, λιγότερο από το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά σχεδόν το 24% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, έναντι 22% για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάγει σχεδόν το 16% των συνολικών εξαγωγών αγαθών, ένα τρίτο περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες – συμπεριλαμβανομένων αυτοκινήτων, αεροσκαφών, φαρμακευτικών προϊόντων και ειδών πολυτελείας.
Επιπλέον, τα μισά από τα 28 μέλη της περιλαμβάνονται μεταξύ των 30 κορυφαίων χωρών με την υψηλότερη ποιότητα ζωής, όπως μετράται από τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.
Και όμως η 60ή επέτειος της ΕΟΚ είναι λιγότερο μια ευκαιρία για γνήσια γιορτή απ’ ό,τι ένα ορόσημο για τη δημιουργία ανησυχιών και δυσαρέσκειας. Οι δεσμοί της Ένωσης χαλαρώνουν και το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί. Η Γερμανία δεν δείχνει ηγετικές ικανότητες και περιορίζεται να διαμορφώσει μια Ευρωπαϊκή Ένωση στενά οικονομικού χαρακτήρα και, μάλιστα, μέχρι του σημείου που φθάνει το δικό της συμφέρον. Κράτη όπως η Αυστρία δεν είναι διατεθειμένα να συμμετάσχουν σε μια κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, το οποίο είναι ένα από τα πλέον οξυμμένα προβλήματα της ηπείρου. Το Παρίσι κάνει προτάσεις περαιτέρω ενοποίησης της Ευρώπης, αλλά το Βερολίνο δεν δείχνει καμιά διάθεση να τις αποδεχθεί. Ανατολικές χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία δείχνουν τάσεις αυτονόμησης σε επιμέρους πολιτικές της Ένωσης, και η αντίδραση είναι η επιβολή ποινών.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια φάση αποσύνθεσης. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα ζητήματα που ανακύπτουν, μερικά από τα οποία είναι μείζονα, δεν παραπέμπει καθόλου σε χώρες που είναι διατεθειμένες να συνυπάρξουν σε μια κοινή Ένωση. Η αντιπαλότητα είναι έντονη και ξεπερνά τα εθνικά συμφέροντα χωρών που αποφάσισαν να συμβιώσουν. Μια τάση εθνικοποίησης πολιτικών είναι επίσης ισχυρή, αντί να ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Κακά τα ψέματα, η Ευρώπη ήταν δημιούργημα της γενιάς που έζησε τη φρίκη του Παγκόσμιου Πολέμου. Και θέλησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να μην την ξαναζήσει.
Η φρίκη όμως, και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν να επαναληφθεί, έχο υν λησμονηθεί από τις επόμενες γενιές που δεν την βίωσαν, και θεωρούν δεδομένο ότι η αναβίωση του παρελθόντος είναι αδύνατη. Λάθος. Τα φαντάσματα που παρελθόντος καραδοκούν και μερικά αρχίζουν να εμφανίζονται. Είτε πρόκειται για ιδεολογικά ρεύματα είτε για εθνικιστικές πολιτικές. Δεν υπάρχει άλλη πειραματική απόδειξη από τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που να διασφαλίζει την ειρήνη και την ευημερία της ηπείρου.
Γι’ αυτό, παρά τη γηραλέα όψη της και παρά τα εξήντα χρόνια της –που δεν είναι πολλά–, πρέπει να διατηρήσουμε ζωντανή την ελπίδα της Ενωμένης Ευρώπης. Ίσως πρέπει να γίνουν πολλές διορθώσεις στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Ας γίνουν και ας προχωρήσουν μαζί τα ευρωπαϊκά έθνη. Οι εθνικές παραδόσεις δεν ξεριζώνονται εύκολα. Και γιατί να ξεριζωθούν, άλλωστε. Είναι ένας πλούτος της ανθρωπότητας. Μπορεί να υπάρξει μια Ευρώπη που θα συγκλίνει πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και οι λαοί της θα διατηρήσουν τις ιδιαιτερότητές τους. Το περιβάλλον όπου ζει ο άνθρωπος διαμορφώνει και το χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής του και τις παραδόσεις του.
Μια Ενωμένη Ευρώπη με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες των εθνοτήτων που την συναποτελούν, είναι δυνατή. Ας την επιδιώξουμε. Γιατί η άλλη λύση, η αποσύνθεση, θα είναι οδυνηρή για όλους. Ακόμη και γι’ αυτούς που θέλουν να παρουσιάζονται ως ισχυροί.