Υπάρχει μια διάσταση στον πόλεμο της Συρίας που δεν συζητήθηκε καθόλου και που είναι καθοριστική για το μέλλον της περιοχής. Είναι το δίλημμα «λεβαντινισμός ή αραβικός εθνικισμός;».
Καταρχάς, τόσο ο πόλεμος που συνεχίζεται όσο και οι απώλειες και οι αδυναμίες που επέδειξε το Ισραήλ στην τελευταία εισβολή του στον Λίβανο και η αντιπαράθεσή του με τη Χεζμπολάχ, το 2006, δείχνουν πως η αμερικανική μονοκαθεδρία, τουλάχιστον στη Μέση Ανατολή, έφθασε στο τέλος της. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι οι ΗΠΑ μόνες τους που θα καθορίσουν το μέλλον. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που έχουν λόγο και που δείχνουν προτίμηση στον «λεβαντινισμό».
Σε τι συνίσταται η διαφορά; Ο «λεβαντινισμός» βασίζεται στην ιδέα της πολιτιστικής πολυμορφίας, όπως υπήρχε στην περιοχή –παράλληλα με τις περιοδικές οξείες εντάσεις– στον Λίβανο και τη Συρία. Ο αραβικός εθνικισμός επιδιώκει μια ευρεία αραβική πολιτιστική ενότητα, που βασίζεται κυρίως στην αραβική γλώσσα.
Ο λεβαντισμός ήταν ουσιαστικά μια οθωμανική κληρονομιά. Τότε (στην οθωμανική εποχή), δεν υπήρχε «Συρία» (με την έννοια ενός έθνους-κράτους), αλλά viliyat (οθωμανικές επαρχίες), οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με τις πόλεις-κράτη που επέτρεψαν, σε σημαντικό βαθμό, αυτοδιοίκηση και διακριτική συμπεριφορά στις διαφορετικές κοινωνίες και σέκτες να ζουν με τους δικούς τους πολιτιστικούς και πνευματικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μιλούν τις γλώσσες τους.
Υπήρχε μια συριακή ποικιλομορφία που αντιπροσώπευε ιστορικά την κληρονομιά πολλών ξένων κατακτητών, με κάθε έναν να αφήνει πίσω του κάτι από το DNA, τους πολιτισμούς και τη θρησκεία του.
Οι Γάλλοι αποικιοκράτες, στους οποίους αποδόθηκε η Συρία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησαν για πρώτη φορά χωριστά μίνι κράτη μέλη αυτών των μειονοτήτων της Συρίας, αλλά όταν η πολιτική αυτή απέτυχε, τα ενοποίησαν –εκτός από τον Λίβανο– μέσω μιας στρατηγικής επιβολής της γαλλικής γλώσσας αντί της αραβικής, του γαλλικού δικαίου αντί του οθωμανικού νόμου, και της προώθησης του Χριστιανισμού, αντί του Ισλάμ.
Η γαλλική παρέμβαση προκάλεσε έναν έντονο εθνικισμό που εκφράστηκε σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: από τη μια η Μουσουλμανική Αδελφότητα, το σημαντικό ισλαμικό κίνημα, ήθελε να κατανοήσει τη Συρία ως σουνιτικό ισλαμικό κράτος, ενώ αντίθετα οι πιο δυτικοποιημένες αστικές ελίτ θέλησαν να θεωρήσουν τη Συρία ένα ξεχωριστό έθνος-κράτος, που δεν είναι, αλλά οργανωμένο στη βάση μιας κοσμικότητας, και εν μέρει «δυτικοποιημένο». Προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μέσω μιας τροποποιημένης εκδοχής του σοσιαλισμού, και μεταξύ μουσουλμάνων και μειονοτήτων μέσω μιας τροποποιημένης έννοιας του Ισλάμ.
Το Ισλάμ, κατά την άποψή τους, έπρεπε να θεωρηθεί πολιτικά, όχι ως θρησκεία αλλά ως εκδήλωση του αραβικού έθνους.
Έτσι, η κοινωνία που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν θα έπρεπε να είναι σύγχρονη (ισότητα γυναικών), κοσμική (η πίστη προσωπική υπόθεση), και να ορίζεται από μια κουλτούρα «αραβισμού» που υπερισχύει των παραδοσιακών εννοιών εθνικής καταγωγής. Σ’ αυτήν την προσπάθεια υπήρξε αντίδραση.
Αποτέλεσμα αυτών των μεθοδεύσεων ήταν ότι ο Χαφάζ αλ Άσαντ, πατέρας του σημερινού προέδρου της Συρίας, προκειμένου να διατηρηθεί στην προεδρία έπρεπε να θεωρηθεί μουσουλμάνος, όπως προέβλεπε το σύνταγμα που συνέταξαν οι Γάλλοι, και όχι αλαουίτης, όπως ήταν. Υπήρξε σχετικός φετβάς ενός σιίτη κληρικού, που χαρακτήριζε τον Άσαντ σιίτη, τον οποίον όμως φετβά δεν αποδέχθηκε η Μουσουλμανική Αδελφότητα και άρχισε τις επιθέσεις.
Ο ισλαμισμός είναι, γενικά, ο μεγάλος ηττημένος στον αγώνα για το Λεβάντε. Τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ, οι συνηθισμένοι λεβαντίνοι σουνίτες εξασθένησαν από την έλλειψη ανεκτικότητας του «καθαρού» Ισλάμ.
Αυτή η μη ανεκτική τάση, ο Ουαχαμπισμός, γνωστός και ως «επιστημονικός σαλαφισμός», απέτυχε. Δεν κατάφερε να συντρίψει το λεβαντίνικο μοντέλο και να το αντικαταστήσει με ένα άκαμπτο, μονοσθενικό Ισλάμ.
Αλλά ποια είναι η κληρονομιά της λεβαντίνικης πολυμορφίας; Επιστροφή στο παρελθόν της Συρίας αποκλείεται. Τίποτε, από την όποια ρύθμιση δοθεί, δεν θα είναι ίδιο με το παρελθόν. Θα ενισχυθούν οι εθνικισμοί ή θα συνυπάρξουν οι διάφοροι πληθυσμοί σε ομοσπονδιακές μορφές;
Αν στο παρελθόν η πολιτική διαμορφωνόταν από την κορυφή προς τη βάση, τώρα διαμορφώνεται, εν πολλοίς, από τη βάση προς την κορυφή. Παρατηρούμε μια σύνθεση λεβαντινισμού και εθνικισμού με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ιράκ. Οι αντιδράσεις στη βάση επιβάλλουν πολιτική στην ηγεσία.
Καταλύτης των εξελίξεων θα είναι, τώρα, οι Κούρδοι. Οι αντιπαραθέσεις δεν θα τελειώσουν με την ήττα του Ισλαμικού Κράτους, και οι συμμαχίες είναι αβέβαιες.
Για πρώτη φορά, δημοσίως, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ διατυπώνουν διαφορετικές προτιμήσεις (το Ισραήλ υπέρ του δημοψηφίσματος των Κούρδων, οι ΗΠΑ κατά). Τουρκία, Ιράν, Ιράκ συσπειρώνονται και αναζητούν διεξόδους προς Ανατολάς (Ρωσία, Κίνα). Η Ευρώπη είναι απούσα, αλλά η Γαλλία ενδιαφέρεται, παραδοσιακά, για το μέλλον της Συρίας, χωρίς να μπορεί να κάνει και τίποτε, και η Βρετανία, ξεδοντιασμένη, θα επιθυμούσε να διατηρήσει κάποια επιρροή σε ένα ενοποιημένο Ιράκ. Αλλά άλλο τι θέλω, άλλο τι μπορώ.
Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα (λεβαντινισμός ή αραβικός εθνικισμός) τείνει, προς το παρόν, προς την πρώτη εκδοχή. Ή, ενδεχομένως, προς μια νέα σύνθεση. Αλλά, το παιχνίδι δεν τελείωσε, ακόμη.