Οι μνήμες ενός τραγικού ναυαγίου, άγνωστου σε πολλούς, που έγινε πριν από 73 χρόνια στη νησίδα Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι), κοντά στο ακρωτήριο του Σουνίου, με πάνω από 4.000 νεκρούς –δηλαδή, σχεδόν τριπλάσιους απ’ ό,τι στον Τιτανικό– ξύπνησαν το μεσημέρι της Κυριακής (12/2) στο 60ό χλμ της παραλιακής λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου.
Σε εκείνο το σημείο, όπου τρία χρόνια νωρίτερα είχαν πραγματοποιηθεί τα αποκαλυπτήρια μνημείου για τα θύματα του ναυαγίου, τελέστηκε την Κυριακή επιμνημόσυνη δέηση για τα 4.100 θύματα, που ήταν αιχμάλωτοι Ιταλοί στρατιώτες. Μετά το τέλος του τελετουργικού, ακολούθησε κατάθεση στεφάνων και σύντομοι χαιρετισμοί και απελευθέρωση λευκών περιστεριών.
Στην εν λόγω τελετή το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε με ένοπλο άγημα αποδόσεως τιμών, καθώς και με τμήμα της μπάντας του, η οποία ανέκρουσε τους Εθνικούς Ύμνους Ελλάδας και Ιταλίας. Στην εκδήλωση παρευρέθη ο Διοικητής Διοικήσεως Πλοίων Επιτηρήσεως, πλοίαρχος Βασίλειος Ευσταθίου, ο οποίος κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο των θυμάτων του ναυαγίου, εκ μέρους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η πρόσκρουση και η βύθιση
Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1944 (κατ’ άλλες πηγές το απόγευμα της ίδιας ημέρας) το νορβηγικό πλοίο «Oria», που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς, είχε αποπλεύσει από το λιμάνι της Ρόδου, με άσχημο καιρό, με κατεύθυνση τον Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής προσέκρουσε, λόγω της κακοκαιρίας (οι άνεμοι έφταναν τα 10 μποφόρ), στον βράχο Μεδίνα κοντά στη νησίδα Πάτροκλος, πήρε κλίση και άρχισε να βυθίζεται.
Η θάλασσα της περιοχής έγινε ο υγρός τάφος για χιλιάδες Ιταλούς αιχμαλώτους (αξιωματικούς και στρατιώτες) που ήταν στοιβαγμένοι στα αμπάρια του.
Την περασμένη Κυριακή λοιπόν έγινε μια εκδήλωση μνήμης, η οποία διοργανώθηκε από κοινού από την Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής, τους δήμους Λαυρεωτικής και Σαρωνικού και τον Σύνδεσμο Πνευματικής και Κοινωνικής Δραστηριότητας Κερατέας «Χρυσή Τομή». Ήταν μια ελάχιστη απόδοση τιμής στους νεκρούς του «Άγνωστου Τιτανικού», που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στα παγκόσμια χρονικά και παράμενε άγνωστη στο ευρύ κοινό για πολλές δεκαετίες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης υπήρχε απευθείας σύνδεση (μέσω skype) με τον Δήμο Seravezza στην Ιταλία, όπου την ίδια στιγμή λάμβανε χώρα ανάλογη εκδήλωση μνήμης από το Δίκτυο Συγγενών Θυμάτων του «Oria».
Η βύθιση του νορβηγικού πλοίου ήταν μία από τις χειρότερες τραγωδίες στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά, πολλαπλασίως μεγαλύτερη από αυτήν του θρυλικού «Τιτανικού» το 1912, ενώ ο αριθμός των θυμάτων το τοποθετεί στην κορυφή των πλέον πολύνεκρων ναυαγίων στη Μεσόγειο.
Αν και οι πηγές δεν συμφωνούν, το βέβαιο είναι ότι τελικά τα θύματα υπερέβησαν τα 4.000 (με πιθανότερο αριθμό τα 4.184). Εκτός από τους αιχμαλώτους, στο πλοίο επέβαιναν ακόμα 90 Γερμανοί στρατιώτες, ενώ το πλήρωμα αποτελείτο από πέντε ναυτικούς, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας μηχανικός, καθώς και ο Νορβηγός καπετάνιος Μπιάρνε Ρασμούσεν.
Κατά το ταξίδι του προς τον Πειραιά το «Όρια» συνοδευόταν από ιταλικά ελαφρά αντιτορπιλικά, τα οποία είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς. Παρά την σφοδρή κακοκαιρία, τελικά τα πολεμικά πλοία έφτασαν στον Πειραιά και ενημέρωσαν τις Αρχές για το ναυάγιο.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις των επιζώντων, συνολικά διασώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ο καπετάνιος, 45 Γερμανοί και 49 Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν εξαντλημένοι ή τραυματισμένοι στην ακτή. Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής αναφέρουν ότι για πολλές εβδομάδες τα κύματα ξέβραζαν στη ακτή Χάρακας και στην ευρύτερη περιοχή δεκάδες πτώματα, τα οποία οι Γερμανοί έθαβαν πρόχειρα στην άμμο.
Επισημαίνεται ότι τις ημέρες του ναυαγίου αλλά και τα επόμενα χρόνια διατυπώθηκε η υπόνοια ότι, στην πραγματικότητα, το «Όρια» είχε τορπιλιστεί είτε από γερμανικό είτε από το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής». Το σενάριο αυτό στηρίχθηκε σε μαρτυρίες κατοίκων των Λεγραινών ότι άκουσαν έναν δυνατό κρότο λίγο πριν από τη βύθιση του πλοίου.
Η λογοκρισία
Παρά τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων, το ναυάγιο δεν έγινε γνωστό, καθώς οι Γερμανοί επέβαλαν λογοκρισία και το συμβάν δεν καταγράφηκε ούτε από το ελληνικό λιμεναρχείο, ούτε από το τότε αρμόδιο υπουργείο. Μετά τον πόλεμο, το πλοίο ανασύρθηκε από το βυθό και διαλύθηκε για να πουληθούν τα υλικά του για άλλες χρήσεις.
Το πλοίο με την τραγική ιστορία, το νορβηγικό «SS Oria»
Οι γερμανικές αρχές κατοχής απέκρυψαν το γεγονός, ενώ δεν υπήρξε μνεία ούτε στον ελεγχόμενο από αυτές αθηναϊκό Τύπο της εποχής. Εικάζεται πως επρόκειτο για σκόπιμη ενέργεια, προκειμένου να μη ζητηθούν ευθύνες και αποζημιώσεις για το χαμό των αιχμαλώτων, αφού στο μέγεθος της τραγωδίας είχαν αποφασιστική συμβολή οι συνθήκες στοίβαξης και εγκλεισμού των υπεράριθμων Ιταλών στα αμπάρια του σκάφους.
Η υπόθεση του ναυαγίου του «Όρια» ήλθε ξανά στην επιφάνεια το 2006 με πρωτοβουλία των τοπικών ελληνικών Αρχών, έπειτα και από τις σχετικές έρευνες του δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη, που ανακάλυψε το ναυάγιο το 1999. Η ταυτοποίηση του ναυαγίου από τον Ζερβούδη έγινε το 2001, μετά από έρευνα στα αρχεία της Γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης.
To 2012, στο Βαϊάνο της Τοσκάνης έλαβε χώρα η πρώτη ιταλική εκδήλωση μνήμης για τα θύματα του «Όρια», με τη συνεργασία του Κέντρου Ιστορικής και Εθνογραφικής Τεκμηρίωσης (Fondazione del Centro documentazione storico etnografico-CDSE).
Το «Όρια» (SS Oria) κατασκευάστηκε το 1920 στο Σάντερλαντ της Βρετανίας. Αποτελούσε ιδιοκτησία της νορβηγικής εταιρείας Fearnley & Eger και με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά στρατευμάτων τους στη Νορβηγία, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στις γερμανικές νηοπομπές με προορισμό τη Βόρεια Αφρική.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τις γερμανικές δυνάμεις, το «Όρια» βρέθηκε στη Ρόδο, συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή.