Στις ελληνικές καλένδες παραπέμπεται η δίκη για τη σύμβαση του ΟΤΕ με τη Siemens, υπόθεση που εκκρεμεί εδώ και δέκα χρόνια χωρίς ετυμηγορία. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ενώπιον του οποίου εισήχθη η υπόθεση μετά τη λήξη της αποχής των δικηγόρων, ανέβαλε επ’ αόριστον την εκδίκαση λόγω της ακυρότητας των κλήσεων που παραδόθηκαν αμετάφραστες στους 13 Γερμανούς και στον ένα Γαλλοελβετό κατηγορούμενο Ζαν-Κλοντ Όσβαλντ.
Ο Εισαγγελέας Έδρας έχει ήδη προειδοποιήσει ότι ο κίνδυνος παραγραφής ορισμένων αδικημάτων είναι ορατός.
Οι συνήγοροι των αλλοδαπών κατηγορούμενων έκαναν ενστάσεις, οι οποίες έγιναν δεκτές από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Όπως είπε, σύμφωνα με τη νομολογία, την ελληνική νομοθεσία, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα διεθνή σύμφωνα, επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας το να μεταφράζεται το παραπεμπτικό βούλευμα στη γλώσσα που ομιλεί ο κατηγορούμενος.
Μάλιστα, τόνισε ότι στην προκειμένη περίπτωση η ακυρότητα είναι δεδομένη καθώς η κατηγορία σε πολλούς εκ των κατηγορουμένων έχει διαφοροποιηθεί με το βούλευμα. Επίσης, μη νόμιμη κρίθηκε και η κλήτευση του τραπεζικού στελέχους Φάνη Λυγινού, συνεργάτη και υφιστάμενου του Ζαν-Κλοντ Όσβαλντ, καθώς το βούλευμα επιδόθηκε σε συνηγόρους που είχαν εγκαίρως δηλώσει πως δεν τον εκπροσωπούν.
Στην υπόθεση Siemens υπάρχουν 64 κατηγορούμενοι, οι οποίοι είναι αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες που σε ορισμένες περιπτώσεις επισύρουν ποινές ισόβιας κάθειρξης.
Τώρα, η διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθεί από την αρχή, με επίσημες μεταφράσεις των εγγράφων της δικογραφίας στα γερμανικά και τα γαλλικά. Ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε θα οριστεί νέα δικάσιμος.
Η υπόθεση αφορά τη σύμβαση που υπεγράφη το 1997 ανάμεσα στον ΟΤΕ και τη Siemens –καθώς και τις επεκτάσεις της αρχικής συμφωνίας–, για την αναβάθμιση της τεχνολογικής υποδομής του δικτύου με την προμήθεια ψηφιακών παροχών, για τη σύναψη της οποίας φαίνεται να διακινήθηκαν τεράστια παράνομα χρηματικά ποσά επί μακρό χρονικό διάστημα. Στην ογκώδη δικογραφία αναφέρεται ότι οι μίζες από τα λεγόμενα μαύρα ταμεία της γερμανικής εταιρείας αγγίζουν τα 70 εκατ. ευρώ, ποσό που πλέον υπολογίζεται ως ζημία που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο.