22 Μάιος 2014, 10:25 - Τελευταία Ενημέρωση: 5 Σεπτέμβριος 2014, 19:13

Η παραδειγματική ομιλία του Αρμένιου γενοκτονολόγου, Χαΐκ Ντεμογιάν, στις εκδηλώσεις μνήμης στο Σύνταγμα

  • Η παραδειγματική ομιλία του Αρμένιου γενοκτονολόγου, Χαΐκ Ντεμογιάν, στις εκδηλώσεις μνήμης στο Σύνταγμα

Η oμιλία από τον Δρα Χαΐκ Ντεμογιάν, Γενοκτονολόγο, Διευθυντή του Μουσείου Γενοκτονίας των Αρμενίων στο Έρεβαν στις εκδηλώσεις μνήμης για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων στο Σύνταγμα. Δείτε το βίντεο στο τέλος του άρθρου.

Αξιότιμα αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες!
Φίλοι!

Για μένα είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι σήμερα εδώ, την Ημέρα Μνήμης των θυμάτων της Γενοκτονίας που διαπράχθηκε εις βάρος των Ελλήνων.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, στο λόφο Τσιτσερνακαμπέρντ στο Γιερεβάν, όπου το μνημείο των θυμάτων της Γενοκτονίας των Αρμενίων, συγκεντρώνονται εκατοντάδες εκπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας της Αρμενίας, για να αποτίνουν φόρο τιμής στους Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους, που υπήρξαν αθώα θύματα των Οθωμανών Τούρκων και Κεμαλιστών.

Ακριβώς εκατό χρόνια πριν, οι Νεότουρκοι, διαισθανόμενοι τον Παγκόσμιο Πόλεμο να πλησιάζει, ξεκίνησαν την υλοποίηση του σχεδίου εκτοπισμού και εξόντωσης των Ελλήνων που κατοικούσαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και στη Θράκη. Δυστυχώς, τα βιβλία που αναφέρονται στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αποσιωπούν αυτήν την τραγωδία.

Οι βιαιότητες και φρικαλεότητες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν το προοίμιο για ένα τερατώδες σχέδιο δημιουργίας ενός νέου τουρκικού κράτους με το σύνθημα «Η Τουρκία για τους Τούρκους» πάνω στα κόκκαλα του χριστιανικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αποτέλεσμα της πολιτικής της Γενοκτονίας που εφάρμοσαν οι νεότουρκοι και κεμαλιστές την περίοδο από το 1914 έως το 1923, υπήρξε η μαζική εξόντωση πάνω από δύο εκατομμυρίων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο ξεριζωμός των επιζησάντων από την πατρίδα τους. Πάνω από μισό εκατομμύριο των θυμάτων ήταν παιδιά.

Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα νέο κύμα βίας και αναγκαστικών εκτοπισμών ξεκίνησε, από τους κεμαλιστές πλέον, οι οποίοι οργανώθηκαν αρχικά μόνο για έναν σκοπό – για να εμποδίσουν την επιστροφή των επιζώντων χριστιανών στις εστίες τους και για να αποκτήσουν τη δυνατότητα ανάκτησης της κρατικής υπόστασής τους μετά τη στρατιωτική ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ήταν ακριβώς 19η Μαΐου του 1919, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ έφτασε στη Σαμψούντα και συγκέντρωσε γύρω του όσους κρύβονταν και προσπαθούσαν να γλυτώσουν την αναπόφευκτη, όπως φαινόταν τότε, δίωξη και δίκαια τιμωρία για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει εις βάρος του αρμενικού πληθυσμού. Αυτές οι συμμορίες κεμαλιστών τη φορά αυτή ξεκίνησαν την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού και των Αρμενίων που είχαν επιβιώσει της φρίκης της γενοκτονίας.

Βάσει δοκιμασμένου και προσφιλούς σχεδίου της πολιτικής Γενοκτονίας των Κεμαλιστών – που ήταν οι ιδεολογικοί διάδοχοι των Νεοτούρκων- το φθινόπωρο του 1921 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της ελληνικής διανόησης του Πόντου. Μέσα σε λίγα χρόνια, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των ευρωπαϊκών δυνάμεων, διαπράττετο η καταστροφή της τρισχιλιόχρονης ελληνικής παρουσίας στις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Η τρομοκρατία και η βία εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου και της Ιωνίας συνεχίστηκε μέχρι το φθινόπωρο του 1922.

Οι Κεμαλιστές όμως ποτέ δεν είχαν σκοπό να περιοριστούν στην εξόντωση και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου. Το Σεπτέμβριο του 1922, με διαταγή των επικεφαλής κεμαλιστών, η πόλη Σμύρνη, ή όπως οι Τούρκοι υποτιμητικά την αποκαλούσαν «γκιαούρ Ιζμίρ» πυρπολήθηκε. Η πυρκαγιά και οι στάχτες της Σμύρνης σηματοδότησαν τη γέννηση του νέου κράτους – της Τουρκικής Δημοκρατίας, η οποία ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της καταστροφής και του ξεριζωμού της χριστιανικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, την Αρμενία και την Κιλικία.

Το σημερινό Τουρκικό κράτος, που υπέγραψε τη Συνθήκη της Λωζάννης και ανέλαβε την υποχρέωση να σέβεται τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, με ανανεωμένο σθένος και ζήλο άρχισε την άσκηση περαιτέρω βίας κατά των εναπομεινάντων στα εδάφη της Τουρκίας Αρμενίων, Ελλήνων και Εβραίων.

Το 1934, προλαβαίνοντας ακόμη και τους ίδιους τους Ναζί, από τη Θράκη, υπό την απειλή του θανάτου, στα βάθη της Ανατολίας απελάθηκαν χιλιάδες Εβραίοι, και έναν χρόνο αργότερα, υπό την απειλή του θανάτου οι Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης αναγκάζονταν να κάψουν το βιβλίο του Franz Werfel «40 Μέρες στο Μούσα Νταγ», που θεωρούνταν επικίνδυνο, αφού τους θύμιζε την ηρωική αυτοάμυνα των Αρμενίων της Κιλικίας και την ταπεινωτική ήττα των οθωμανικών στρατευμάτων.

Μαζί με την πολιτική εξόντωσης και απέλασης του χριστιανικού πληθυσμού, στο στόχαστρο των Τούρκων εθνικιστών βρέθηκαν και τα αρχαία χριστιανικά μνημεία και η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του αρμενικού και του ελληνικού πολιτισμού. Εκατοντάδες μοναστήρια και εκκλησίες σήμερα δεν υπάρχουν πλέον, ενώ από άλλα έμειναν μόνο θλιβερά υπολείμματα ή έχουν μετατραπεί σε τζαμιά.

Η τουρκική πολιτική της γενοκτονίας, κατά των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων, αφού παρέμεινε ατιμώρητη, έχει γεννήσει νέο κακό για την ανθρωπότητα. Ο εικοστός αιώνας έγινε ο αιώνας των παγκόσμιων πολέμων και των γενοκτονιών. Η ατιμωρησία και η απροκάλυπτη εύνοια εκ μέρους των παγκόσμιων μεγάλων δυνάμεων προς ένα κράτος-διάδοχο και συνεχιστή της οθωμανικής παράδοσης, δημιούργησαν το γόνιμο έδαφος ώστε να φυτρώσουν σε αυτό νέα σχέδια για τη διάπραξη γενοκτονίας. «Ποιος θυμάται σήμερα τους Αρμένιους», αυτήν την κυνική δήλωση έκανε ο Αδόλφος Χίτλερ λίγες ημέρες πριν από την εισβολή στην Πολωνία, τον Αύγουστο του 1939.

Η ατιμωρησία και ως επακόλουθο η επιθετική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, οδήγησαν σε νέα εγκλήματα. Το 1955, τα πογκρόμ του ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Τουρκίας, στέρησαν από τη Βασιλεύουσα την παρουσία του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού.

Και πάλι η ατιμωρησία, καθώς και η ανοχή και η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών εκ μέρους των μεγάλων δυνάμεων έχουν δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για μια νέα τουρκική επιθετικότητα, αυτή τη φορά κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1974, που μετατράπηκε σε μια ανθρωπιστική καταστροφή.

Μετά την ανεξαρτησία της το 1991, και η Αρμενική Δημοκρατία απειλήθηκε από την επιθετική πολιτική της Τουρκίας. Επί είκοσι δύο χρόνια η Τουρκία διατηρεί τα σύνορά της με την Αρμενία κλειστά, θέτοντας απαράδεκτες για την αρμενική πλευρά προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της κυνικής απαίτησης να απαρνηθούμε τη μνήμη της Γενοκτονίας που βιώσαμε.

Την ίδια στιγμή οι παγκόσμιες δυνάμεις, δεν είναι η πρώτη φορά που, αντί να αποτρέψουν και να εμποδίσουν τη μισάνθρωπη και ρατσιστική πολιτική της Τουρκία, περιορίζονται μονάχα στη δήλωση των τετελεσμένων και στην καλύτερη των περιπτώσεων στο να παρέχουν περιορισμένη ανθρωπιστική βοήθεια.

Εμείς οι απόγονοι αυτών που βίωσαν τη φρίκη της Γενοκτονίας των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσύριων, δεν έχουμε το δικαίωμα να σιωπούμε και να ανεχόμαστε την εγκληματική άρνηση των διαπραχθέντων φρικαλεοτήτων και των συνέπειών τους. Το ηθικό χρέος της νέας γενιάς των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσύριων δεν είναι μόνο να τιμά και να θυμάται, αλλά από κοινού, χέρι-χέρι, να συνεχίζει τον αγώνα για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

Πρέπει να πιστεύουμε και να είμαστε σίγουροι ότι η δικαιοσύνη θα επικρατήσει, αν είμαστε μαζί στον αγώνα μας και αν είμαστε γεμάτοι πίστη στην επιτυχή κατάληξή του. Η Πατρίδα των προγόνων μας – είναι και δική μας Πατρίδα, ανεξάρτητα από το πού και πότε εμείς και οι απόγονοί μας θα ζήσουν. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν τον πόνο, τους καημούς και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των προγόνων μας και μαζί να σηκώσουμε το λάβαρο του αγώνα για να θριαμβεύσει το δίκαιο και η αλήθεια.

Σας ευχαριστώ!

Δείτε ολόκληρη την ομιλία του στο βίντεο που ακολουθεί στο τέλος του άρθρου.