11 Φεβρουάριος 2014, 13:12 - Τελευταία Ενημέρωση: 5 Σεπτέμβριος 2014, 19:34

Οι Έλληνες του Καυκάσου. Δεν υπάρχει πόλη που να μην συναντήσεις Έλληνες!

  • Οι Έλληνες του Καυκάσου. Δεν υπάρχει πόλη που να μην συναντήσεις Έλληνες!

Όλα τα βλέμματα του κόσμου αυτές τις ημέρες είναι στραμμένα στο Σότσι που πραγματοποιούνται οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες. Στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου κατοικούν πολλοί Έλληνες Ποντιακής καταγωγής. Μάλιστα ένα μέρος τον Ολυμπιακών αγώνων θα πραγματοποιηθεί στο Ποντιακό χωριό Κρασνάγια Πολιάνα.

Γράφει ο Βλάσης Αγτζίδης[1]

Η παρουσία και η πολιτική δράση των Ελλήνων στον Καύκασο κατά το 19ο και 20ο αιώνα, αποτελούν μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ένας από τους πρωτεργάτες έγραψε: “Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εμείς οι Έλληνες του Καυκάσου, που αποτελούσαμε τη φάλαγγα του Ελληνισμού στην κοντινή Ανατολή, κατά την χαώδη ‘κείνη περίοδο του Καυκάσου, αγωνιστήκαμε με πρωτοφανή ορμή, για τη φυσική μας ύπαρξη και την εθνική μας οντότητα, που ανάβλυζε μεσ’ απ’ τους πυρήνες των κοινοτήτων μας”[2].

Η εγκατάσταση των Ελλήνων στον Καύκασο, όπως και στην υπόλοιπη ρωσική επικράτεια, είναι ένα φαινόμενο που πρωτοεμφανίζεται στους αρχαίους χρόνους. Οι ελληνικές αποικίες στην Κριμαία και στην ανατολική Μαύρη Θάλασσα ιδρύθηκαν πολύ πριν οι περιοχές αυτές περιέλθουν στη σφαίρα επιρροής των Ρώσων. Η ελληνική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο εδραιώνεται σε δύο βασικά κέντρα, πρωτευόντως στο μικρασιατικό Πόντο και στη συνέχεια στην κριμαϊκή χερσόνησο.

Οι σχέσεις των Ελλήνων με την παρευξείνιο περιοχή ανάγονται στην μυθολογική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Τα πρώτα ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται το 10ο π.Χ. αιώνα. Αποτέλεσμα της πανάρχαιας αυτής σχέσης των Ελλήνων με το χώρο είναι η επισήμανση από σοβιετικούς ιστορικούς του γεγονότος ότι οι Έλληνες είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής.

Η έναρξη πάντως συστηματικώτερης εγκατάστασης ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό του 8ου π.Χ. αιώνα, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και τη Σινώπη, η οποία με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου. Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας και της επικράτησης του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από την απώλεια του εθνωνύμιου “Ελλην” και την παράλληλη επικράτηση του ονόματος “Ρωμαίος”, το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα στους παρευξείνιους ελληνικούς πληθυσμούς. Με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το ελληνικό αυτό βασίλειο διατηρήθηκε για 257 χρόνια. Επτά χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και την Τραπεζούντα. Στο βορρά της Μαύρης Θάλασσας, η Κριμαία παρέμεινε ελληνική περιοχή μέχρι την έλευση των Τατάρων το 13ο αιώνα.

Ο πρώτος, όρθιος στη δεύτερη σειρά, ο  Αβραάμ Αναστασιάδης  στο ρωσικό στρατό. Ο Αναστασιάδης εντάχθηκε στην Ελληνική Μεραρχία του Καυκάσου μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Στην Ελλάδα  έρχεται πρόσφυγας το 1922. Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέλαβε τη διοίκηση του εφεδρικού ΕΛΑΣ στο Αγρίνιο. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς  ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής του 1944.

Η μαζική μετοίκηση των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Καύκασο υπήρξε φαινόμενο ευθέως ανάλογο της επέκτασης των Ρώσων προς το Νότο, της συνεπακόλουθης ανάγκης επάνδρωσης των συνοριακών περιοχών από φιλικό πληθυσμό και συγχρόνως οικονομικής ανάπτυξης των περιοχών που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί τους. Ο Ν. Βορομπιόφ που ήταν ο υπεύθυνος του εποικισμού γράφει: “Tο πρόγραμμα συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864… Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι[3] έφυγαν στην Τουρκία ή εξορίστηκαν… Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ’ αυτές τις συνθήκες.”[4] Yπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες Έλληνες, ανώτεροι υπάλληλοι της ρωσικής γραφειοκρατίας, ευνοούσαν τη μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών. Για παράδειγμα, την εγκατάσταση των Ελλήνων στο Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή της Σταυρούπολης, ευνόησε ένας κυβερνήτης της περιοχής που είχε ελληνική καταγωγή, ο Νικηφοράκης.[5] Ένα από τα κίνητρα που χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι για να προσελκύσουν ελληνικούς πληθυσμούς ήταν η παραχώρηση οικονομικών προνομίων. Απαιτούσαν όμως την πολιτογράφηση των μεταναστών, όπως επίσης και τον εκρωσισμό των επιθέτων τους.[6]

Σημαντική ώθηση στη μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο έδωσε το στέρεμα των μεταλλείων.[7] Επίσης, για τις περιοχές που ονομάσθηκαν Νέα Ρωσία[8], οι Έλληνες συνδέθηκαν με το κύκλωμα του σιταριού που περιελάμβανε την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διακίνηση. Κατέληξαν στο να πάρουν στα χέρια τους το εξωτερικό εμπόριο του σιταριού. Η παράλιος περιοχή της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας υπήρξε για τους Έλληνες του 19ου αιώνα η “γη της επαγγελίας.” Η κατάκτηση των περιοχών αυτών από τους Ρώσους και η απουσία, λόγω της κατάκτησης, οιασδήποτε σοβαρής παραγωγής και εμπορίου, έδωσαν στους Έλληνες, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της ελεύθερης Ελλάδας τη δυνατότητα ελεύθερου χώρου για ανάπτυξη. Επι πλέον, με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αποκτούν το δικαίωμα πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Γ. Σκαλιέρης έδωσε την παρακάτω εξήγηση για το φαινόμενο εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία: “Συρρέοντες προς τα μέρη εκείνα, μερικά των οποίων άλλοτε, όπως η Κολχική και η Περατεία, αποτελούσαν μέρος της πεσούσης Ελληνικής Αυτοκρατορίας και από τα οποία ο Μιθριδάτης σε προηγούμενους χρόνους άντλησε όχι λίγη ελληνική δύναμη μαχόμενος πρωτοπόρα για τον ελληνισμό από τον Πόντο, οι φυγάδες Έλληνες Πόντιοι εισήγαγαν τον πολιτισμό, επιδίδονταν στην καλλιέργεια της γης και στο εμπόριο, εξημέρωναν, δίδασκαν τέχνες και επιστήμες εξαιτίας του οποίου ονομάσθησαν από τους Γεωργιανούς Περζενεσβίλι, δηλαδή γιοι των σοφών. Μεταλλουργοί, αρχιτέκτονες, ιερείς, μοναχοί, λόγιοι, γιατροί, συγκροτούν τις πρώτες πολυπληθείς ομάδες. Όλοι αυτοί, στους οποίους αδιάκοπα προστίθενται και άλλοι, κατεργάζονται τον εκπολιτισμό της χώρας, τη γεωργική και εμπορική της ανάπτυξη. Έλληνας Πόντιος, ο Μιχαήλ Στεφάνου, ιδρύει το πρώτο τυπογραφείο στην Τιφλίδα της Γεωργίας και Έλληνες Πόντιοι μεταβάλλουν εκτάσεις χέρσες και έρημες σε πλουτοφόρες, εκμεταλλευόμενοι το φυσικό πλούτο εκείνων των μερών σε μεταλλεύματα και καλλιεργώντας τον καπνό.”[9]

Τα κύματα μετακινήσεων

Η αρχαιότερη μετακίνηση Ελλήνων χρονολογείται την περίοδο 610-640 μ.Χ. Στη συνέχεια, και ως αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης του Πόντου στα μέσα του 15ου αιώνα, πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στην Κριμαία, την οποία τότε ονόμαζαν Περατεία, στη Γεωργία και στην Περσία. Τότε δημιουργήθηκε η Επισκοπή Αχταλείας, η οποία διατηρήθηκε ως χωριστή ελληνική επισκοπή μέχρι το 1827.[10]

Τον 18ο αιώνα μαρτυρούνται μετακινήσεις Ελλήνων μεταλλωρύχων από την Αργυρούπολη και τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) στη Γεωργία. Τα μεγάλα κύματα μετακίνησης αρχίζουν από το δέκατο όγδοο αιώνα, για να φουντώσουν κυριολεκτικά το δέκατο ένατο. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και των τριών ρωσοτουρκικών πολέμων, που ακολούθησαν, παρατηρήθηκε μετοίκηση Ελλήνων προς τις ρωσικές περιοχές. Ο φόβος των τουρκικών αντεκδικήσεων λειτούργησε ως επιπλέον κίνητρο. Το 1829 μετανάστευσαν οι Έλληνες από την περιοχή του Ερζερούμ σε τέτοιο βαθμό, ώστε η περιοχή τους ερήμωσε από τους χριστιανούς γηγενείς. Η πλειοψηφία των μεταναστών ήταν τουρκόφωνοι. Το κύμα αυτό ακολούθησαν και λίγοι Έλληνες από τη Σεβάστεια. Η πλειοψηφία των μεταναστών αυτής της περιόδου εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Τσάλκα της Γεωργίας, νότια της Τιφλίδας. Κατά τον κριμαϊκό πόλεμο (1856-1866) μετακινήθηκαν 60.000 άτομα στις περιφέρειες Κουμπάν, Σταυρούπολης κ.α. Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-78 η μετανάστευση πήρε το χαρακτήρα της μαζικής φυγής από τον Πόντο.[11] Μετακινήθηκαν κυρίως πληθυσμοί από τη βορειοανατολική περιοχή της Αργυρούπολης και γενικά από τη Χαλδία. Μεταξύ των εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν ήταν τα 50 ελληνικά χωριά της Τιφλίδας. Εκατό χιλιάδες Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στις περιοχές Τέρεκ, Σταυρούπολη, Σοχούμι και Βατούμι. Τότε δημιουργήθηκαν τα 77 ελληνικά χωριά του Καρς και του Αρνταχάν. Το περιοδικό Εύξεινος Πόντος, που εκδιδόταν στην Τραπεζούντα, υπολόγιζε ότι το 1880 100.000 Έλληνες είχαν ήδη μετοικήσει στην Κριμαία και στον Καύκασο. Από το 1880 άρχισε μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών και από τα παράλια του Πόντου. Από τις περιοχές Τραπεζούντας, των Σουρμένων, των Κοτυώρων (Ορντού), της Κερασούντας, της Οινόης κ.λπ. μετανάστευσαν, δια μέσου της θάλασσας, προς όλα τα παράλια του Καυκάσου και στην ενδοχώρα της Γεωργίας, στην Κριμαία και στο Βόρειο Καύκασο (Κουμπάν). Επίσης, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν στις ρωσικές ακτές και πολλοί Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. [12]

Γύρω από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, οι Έλληνες ήταν εγκατεστημένοι σε συμπαγείς μάζες. Όπως γράφει ο Ε. Παυλίδης: “Κατά μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων υπήρχον χωρία και πολίχναι κατοικούμεναι αποκλειστικά από Έλληνας μετανάστας εκ Πόντου, με ελληνικά σχολεία, με Έλληνες ιερείς και με ελληνικάς εκκλησίας.” Oι παλιότεροι Έλληνες έποικοι καλούσαν τους συγγενείς και φίλους, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι ελληνικές κοινότητες. Η εγγύτητα του μικρασιατικού Πόντου στη Ρωσία, το φτωχό του ορεινού κυρίως Πόντου, η τακτική ναυτοπλοϊκή συγκοινωνία και η έναρξη των τουρκικών διώξεων λειτουργούσαν ως κίνητρα μετανάστευσης στη Ρωσία. Oι Ρώσοι δεν ήταν πάντα φιλικοί με τους Έλληνες που κατέφθαναν από την “Τουρκία.” Τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και δεν έκρυβαν το φθόνο τους για την οικονομική τους ανάπτυξη.[13]

Οι μετανάστες άνοιξαν δρόμους μέσα στην αχανή Ρωσία και συνέδεσαν τις ελληνικές κοινότητες με τον Πόντο, όπου πολλές φορές παρέμενε η οικογένεια. Μέχρι την Kεντρική Ασία και τη Σιβηρία είχαν δημιουργηθεί ελληνικές κοινότητες. Η δημιουργία τους οφειλόταν σε συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Η διαδικασία δημιουργίας ελληνικών κοινοτήτων αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, όπου γύρω στο 1895 ζούσαν 1.500 Έλληνες προερχόμενοι όλοι από την Σαντά του μικρασιατικού Πόντου. Η ανατολικότερη ελληνική κοινότητα δημιουργήθηκε στο Χαρμπίν της Ματζουρίας από Έλληνες της Κριμαίας, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει εκεί προηγουμένως από τη Σαμψούντα και την Κερασούντα.[14]

Οι Έλληνες της Ρωσίας βρίσκονταν σε κατάσταση συνεχούς μετακίνησης, έως ότου βρουν το χώρο που θα επέτρεπε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Η περιοχή του Καρς, όπου υπήρχε συμπαγής και πολυάριθμη ελληνική κοινότητα, λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής νέων Ελλήνων μεταναστών από άλλες περιοχές της Ρωσίας.[15] Μεταξύ των πρώτων βιομηχάνων στη Ρωσία συγκαταλέγονταν πολλοί Έλληνες. Το προνόμιο της εκμετάλλευσης των μεταλλείων αργύρου στον Καύκασο, μέχρι και της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το κατείχαν οι Έλληνες. Οι πρώτοι μεταλλωρύχοι της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου ήταν Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Αργυρούπολη του Πόντου μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1828. Ο πυρήνας της πρώτης “Ρωσικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας” του Ευξείνου Πόντου σχηματίστηκε από Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και οι περισσότεροι πλοίαρχοι. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας ελεγχόταν από τους Έλληνες της Ρωσίας και του Πόντου.[16]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη σημαντικών εμπορικών και ναυτιλιακών δικτύων στη νότια Ρωσία.[17] Τα δίκτυα αυτά κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας εκμεταλλευόμενα την ύπαρξη ομογενών αγροτικών πληθυσμών στις περιοχές αυτές και δημιουργώντας ένα ολόκληρο σύστημα αγοράς αγαθών από τους παρα­γωγούς. Παρόλη την οικονομική συνάφεια των ελληνικών οικονομικών ομάδων των ρωσικών παραλίων, της εμποροναυτιλιακής και της αγροτικής, εν τούτοις μικρή κοινωνική σχέση φαίνεται να ανέπτυξαν μεταξύ τους, διατηρώντας σε σημαντικό βαθμό την αυτονομία τους.[18] Η κατάσταση αυτή παρέμεινε αμετάβλητη μέχρι τις μεγάλες επαναστατικές ανατροπές, που συνέβησαν στο ρωσικό χώρο μετά το 1917.

Για τη συμβολή των Ελλήνων στην οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, ο Ε. Παυλίδης γράφει: “Η Ρωσία οφείλει πολλά εις το ελληνικόν επιχειρηματικόν δαιμόνιον, το οποίο συνετέλεσε τα μέγιστα εις την οικονομικήν ανάπτυξιν και ευημερία του τόπου από πάσης απόψεως. Μέχρι των αρχών του παρελθόντος αιώνος κανείς δεν ετόλμα να διαμφισβητήσει από τους Έλληνας της Νοτίου ιδία Ρωσίας τα πρωτεία εις το εμπόριον και την οικονομικήν κίνησιν. Ούτε αι αναμφισβήτηται ικανότητες του εβραϊκού στοιχείου, ούτε η μεθοδικότης και εργατικότης των πολυάριθμων Γερμανών αποίκων, ούτε η δυναμικότης των Ρώσων εμπόρων με τα άφθονα κεφάλαια, ηδυνήθυσαν επί αιώνας να αφαιρέσουν από τας χείρας των Ελλήνων τας κλείδας του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου.”[19]

Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες στη Ρωσία σχετιζόταν με την πανσλαβιστική ιδεολογία, η οποία αποσκοπούσε στον εκσλαβισμό του ελληνικού στοιχείου με κάθε τρόπο. Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε από τις ρωσικές αρχές, όταν εγκαταλήφθηκε το “Ελληνικό Σχέδιο” της Μεγάλης Αικατερίνης που προέβλεπε την ανασύσταση της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, υπό ρωσικό έλεγχο βέβαια, και στη θέση του ακολουθήθηκε το πανσλαβιστικό ιδεώδες Την περίοδο του Ελληνικού Σχεδίου υπήρχε ουσιαστική ενίσχυση των Ελλήνων προσφύγων που κατέφευγαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία.[20]

Στο πλαίσιο της πανσλαβιστικής πολιτικής, οι αρχές ανέγειραν ρωσικά σχολεία σ’ όλα τα ελληνικά χωριά και τους συνοικισμούς. Τα ελληνόπουλα υποχρεώνονταν να παρακολουθούν τη ρωσική εκπαίδευση, ενώ απαγορευόταν η ίδρυση και η λειτουργία ελληνικών σχολείων.[21] Yπήρξε περίπτωση κατά την οποία απολύθηκε Έλληνας δάσκαλος στο Καρς, γιατί βρέθηκε να κατέχει ελληνικό αλφαβητάριο. Στις περιοχές στις οποίες κατοικούσε μεγάλος ελληνικός πληθυσμός η ελληνική γλώσσα επιτρεπόταν να διδάσκεται ως ξένη γλώσσα για μία ώρα την ημέρα. Οι Έλληνες πρόξενοι που βρίσκονταν σε διάφορες πόλεις της νότιας Ρωσίας μεσολαβούσαν στις ρωσικές αρχές για να επιτρέψουν τη δημιουργία ρωσοελληνικών κοινοτικών σχολείων στα ελληνικά χωριά. Ο μόνιμός τους στόχος ήταν η ίδρυση ελληνικών σχολείων, τα οποία τελικά κατάφεραν να τα δημιουργήσουν με τη σθεναρή τους στάση και επιμονή. Για το ζήτημα αυτό, μετά από αίτηση των ελληνικών κοινοτήτων, έκανε παρέμβαση και η ρωσικής καταγωγής βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας. Με την παραμικρή όμως αφορμή η ρωσική διοίκηση αντικαθιστούσε τους Έλληνες δασκάλους με Ρώσους. Το πολιτικό πλαίσιο που διεκδικούσαν στη Ρωσία οι Έλληνες μετανάστες βασιζόταν σε αναγνώριση παρόμοια με το “σύστημα των μιλέτ”, που ίσχυε στην Τουρκία για τις εθνότητες.[22]

Η αφομοιωτική πολιτική της ρωσικής κυβέρνησης αφορούσε σε όλες τις μη ρωσικές εθνότητες που κατοικούσαν στην αυτοκρατορία. Τα αισθήματα πικρίας και εθνικής ταπείνωσης οδηγούσαν σε βίαιες εκδηλώσεις.[23] Όπως έγραψε μια ελληνική εφημερίδα της Ρωσίας λίγα χρόνια αργότερα: “Σε κάθε βήμα σου δίνανε να νοιώσης ότι είσαι ξένος, ότι δεν βρίσκεσαι στο σπίτι σου, ότι δεν έχεις δικαιώματα. Η καταπίεσις, η περιφρόνησις και οι εμπαιγμοί ήσαν η νόμιμη τύχη του ξένου, αν δεν μπορούσε να εξαγοράση με δωροδοκίες την ευμένεια των υπαλλ­ήλων του κράτους.”[24]

Η προσπάθεια αφομοίωσης των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία εκφραζόταν και στo θρησκευτικό τομέα. Οι αρχές προσπα­θούσαν να επιβάλλουν στις ελληνικές εκκλησίες τη λειτουργία στα ρωσικά.[25] Ακολουθούσαν επιπλέον συγκεκριμένες τεχνικές, όπως την εκπαίδευση σε ιερατικές σχολές τουρκόφωνων Ελλήνων, τους οποίους θεωρούσαν ότι ήταν δυνατόν να τους εκρωσίσουν ευκολότερα από τους ελληνόφωνους. Γενικά αξιοποιούσαν οτιδήποτε νόμιζαν ότι θα ικανοποιούσε το στόχο της αφομοίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Η ισχυρή όμως συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου δημιουργούσε ουσιαστικά εμπόδια στην πολιτική εκρωσισμού.

Οι εκκλησίες στις ελληνικές κοινότη­τες αποτελούσαν εθνικά κέντρα συσπείρωσης. Οι σχέσεις με τις Μονές του Πόντου λειτουργούσαν ενισχυτικά, ενώ οι Έλληνες ιερείς που μετανάστευσαν καθώς και οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου της Τραπε­ζούντας αποτελούσαν ισχυρή δύναμη αποτροπής του εκρωσισμού. Επιπλέον οι Έλληνες ιερείς δημιουργούσαν έναν ιδιαίτερο τύπο ιερέως που διέφερε από το ρωσικό. Αυτό εντοπίστηκε και από Ρώσους περιηγητές των αρχών του αιώνα. Ο Σ. Βασικόφ έγραψε: “Πρέπει να επισημάνουμε τις στενές σχέσεις των Ελλήνων με τη θρησκεία. Ο Έλληνας ιερεύς βρίσκεται εντελώς στον αντίποδα του Ρώσου ιερέως. Όσο ο Ρώσος ιερεύς προβάλει τον εαυτό του, τόσο ο Έλληνας ιερεύς είναι απλός. Τα ενδιαφέροντα των πιστών είναι και δικά του ενδιαφέροντα και τα μοιράζεται ισότιμα. Ο Ρώσος ιερεύς τα κάνει όλα μόνος του. Δεν έχει σχέσεις με τους πιστούς αλλά μόνο με τον στρατιωτικό διοικητή και με τον ψάλτη. Ο Έλληνας ιερεύς είναι πιο δημοκρατικός.”[26] Οι Έλληνες της Ρωσίας ήταν εξαιρετικά θρησκευόμενος πληθυσμός. Ο N. Ιωαννίδης ερμηνεύει αυτή την κατάσταση επειδή “στην διάρκεια των πολυετών διώξεων, υπήρξε το θεμέλιο, η βάση που υποστήριζε την αυτοσυνείδηση των Ελλήνων και τους έδινε τη δυνατότητα να νοιώθουν τους εαυτούς τους, παρόλο που ζούσαν σε διαφορετικές χώρες, ως ένα αδιαίρετο λαό.”[27]

Το ποσοστό αναλφάβητων στον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο του ελλαδικού χώρου. Στην περιοχή του Κυβερνείου του Καρς, για το οποίο υπάρχουν λεπτομερέστερα στοιχεία, το 80% του αρσενικού πληθυσμού γνώριζε ανάγνωση και γραφή.[28] Από το 1900 άρχισε να αναπτύσσεται και η εκπαίδευση των γυναικών. Το 1910 στο ρωσικό Γυμνάσιο Θηλέων του Καρς φοιτούσαν εκτός από τις θυγατέρες των Ελλήνων αστών και πολλά κορίτσια από τα γύρω χωριά. Όσον αφορούσε στη συμμετοχή στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, η ελληνική νεολαία κατείχε την πρώτη θέση. Ακολουθούσε η αρμενική, κατόπιν η ρωσική και τελευταία η μουσουλμανική (τουρκική, κουρδική, τουρκμενική).[29] Παρότι η ελληνική ομάδα υπήρξε μια κλειστή εθνική ομάδα, εντούτοις εμφανίστηκαν Έλληνες που εξέφρασαν με ιδιαίτερο τρόπο την πολιτισμική και ιδεολογική ποικιλία του Καυκάσου, όπως ο Γεώργιος Ιωάννου Γεωργιάδης, ένας μεγάλος διανοητής ο οποίος έγινε γνωστός με το όνομα Γεώργιος Γκουρτζίεφ.[30]

Παραθέσεις:

[1] O Βλασης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας με βασικές σπουδές στα μαθηματικά. Έχει εκδόσει επτά βιβλία, έχει συμμετάσχει σε αρκετές συλλογικές εκδόσεις, έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας της Παρευξεινίου Διασποράς.

[2] Χριστόφορος Τσέρτικ, Στις επάλξεις του Κάρς, Λάρισα, 1985.

[3] Έτσι αποκαλούσαν οι Ρώσοι τους ντόπιους μουσουλμάνους κατοίκους των κατακτημένων περιοχών.

[4] F. P. Domprohotof, Tsernomorskayia Pomperezie Kavkaza, Αγία Πετρούπολη, 1916, ς23-29.

[5] Otserki Istorii Stavroupolskogo Krai, τομ. 1, Σταυρούπολη εκδ. Stavroupolskoge Kniznae Izdantelstvo, 1984, σελ.268.

[6] “Glava 1. Ροzdenie selo Mertsan”, Asnavnii Andministrativa Teritarialniyie Preomprazavanie na Koumpani 1793-1985, Κρασνοντάρ, 1986.

[7] Για την μεταλλευτική παράδοση των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο βλ.: Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης, Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών, Αλεξανδρούπολη, εκδ. Σακελλαρίδου, 1929.

[8] Νέα Ρωσία ονομάσθηκαν οι περιοχές που ενσωματώθηκαν στη ρωσική αυτοκρατορία μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1769-1774 και του 1787-1791 κατά των Τούρκων. Περιελάμβανε τα κυβερνεία της Χερσώνας, του Αικατερινοσλάβ και της Ταυρίδας (Κριμαία).

[9] Γεώργιος Βαλαβάνης, Σύντομος Γενική Ιστορία του Πόντου, β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, εκδ. Αφών Κυριακίδη, 1986, σελ.11. Ως “Περατεία” αναφέρεται η σημερινή Κριμαία.

[10] Άρτεμη Ξανθοπούλου Κυριακού, “Πώς βρέθηκαν οι Έλληνες στην Υπερκαυκασία”, Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου, επιμ. Βλ. Αγτζίδης, Αθήνα, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, 1995, σελ.25-30. Για τους ίδιους λόγους παρατηρήθηκε έξοδος των Ελλήνων και στη Δύση. Ένα μέρος της οικογένειας των Κομνηνών κατέφυγε στη Μάνη. Εκεί, λόγω του συστήματος των πατριών που επικρατούσε, δεν εντάχθηκε εύκολα στην αυστηρή κοινωνική δομή. Με το όνομα Στεφανόπουλοι, ένα μέρος των Ποντίων προσφύγων έφυγε για την γαλλοκρατούμενη Κορσική. Παρόλη την αρχική αντίθεση των ντόπιων Κορσικανών κατάφερε να ριζώσει. Αρκετά μέλη της ανελίχθηκαν στην αριστοκρατική τάξη της Γαλλίας Από τους Στεφανόπουλους προερχόταν και η γυναίκα του Μεγάλου Ναπολέοντα, ενώ και ο ίδιος, ως Κορσικανός, είχε αναπτύξει στενότατες σχέσεις με τους Στεφανοπουλαίους Μέχρι σήμερα η ελληνογενής κοινότητα του Καργκέζε διατηρεί την ανάμνηση της ιστορικής της προέλευσης από την Τραπεζούντα.

[11] Στη συλλογική μνήμη των Ποντίων, αυτός ο πόλεμος έχει παραμείνει με το όνομα “τη Καρσί ο πόλεμον”.

[12] “Αι μεταναστεύσεις”, περ. Εύξεινος Πόντος, Τραπεζούντα, τεύχ. 4 21 Ιουνίου 1880, σελ.51, Σπ. Κωφίδης, “Αι μεταναστεύσεις των Ελληνοποντίων εις Ρωσσίαν κατά τον 19ον αιώνα”, περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 34, Ιούλιος-Αύγουστος 1980, σελ.267-271, K. G. Efremov, Tropami Gornogo Tsernamoria, Mόσχα, 1960, σελ.51

[13] Ο Βασικόφ αναφέρει ότι στα πλαίσια της κακής αντιμετώπισης, οι Ρώσοι αποκαλούσαν τους Έλληνες αρνητικά “γιούρκι”, δηλαδή “μάγκες”. (S. Vasikof, Tipii i harakteri, Σαν Πέτερμπουργκ, 1908, σελ.277.)

[14] Η ελληνική κοινότητα του Χαρμπίν διατηρήθηκε μέχρι την επικράτηση των εθνικιστών στην Κίνα, οπότε εξαπολύθηκε διωγμός κατά των ξένων υπηκόων. Η πλειονότητα των μελών της κοινότητας, οι οποίοι κατείχαν άριστα την κινεζική γλώσσα, κατέφυγε κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες.

[15] I. G. Gurdzieff, Rencontrés avec des hommes remarquables, Παρίσι, εκδ. Monde Ouvert, 1979, σελ.64-65. Η οικογένεια του Γ. Γκουρτζίεφ μεταναστεύει στις αρχές του αιώνα στο Καρς από την Αλεξανδρούπολη της Αρμενίας Στην Αλεξανδρούπολη είχε εγκατασταθεί η οικογένεια το 1874 προερχόμενη από την Αργυρούπολη του μικρασιατικού Πόντου. Ο πατέρας του Γεωργίου μεταφέρει στο Καρς το ξυλουργικό του εργαστήριο και στέλνει το γιο του κατ’ αρχάς στο ρωσικό γυμνάσιο.

[16] Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1985, σελ.21, Χρ. Σαμουηλίδης, Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Αλκυών, 1985, σελ.91, Βάλια Δ. Μουρατίδου, Εκατόχρονη Οδύσσεια, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ.85-86, Ελευθέριος Παυλίδης, Ο ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, 1953, σελ.91. Στοιχεία υπάρχουν στο: Faruk Bilici, La Politique Francaise en Mer Noire 1747-1789, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Isis, 1992. Το φαινόμενο αυτό καταγράφεται και από Τούρκους ιστορικούς Βλ.: Taner Aksam, Turk Ulusal Kimligi ve Ermeni Sorunu, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Iletisim, 1993, σελ.12.

[17] Για αναλυτική παρουσίαση του φαινομένου αυτού βλ.: Gelina Harlaftis, A History of Greek-owned shipping. The making of an international tramp fleet, 1830-to the present day, Λονδίνο, εκδ. Routletge, 1996.

[18] Ιωάννα Μίνογλου, “Επιχειρηματικές Στρατηγικές και Δίκτυα των Ελληνικών Οίκων της Μαύρης Θάλασσας, 1870-1917″, εισήγηση στο συνέδριο Οι Έλληνες στην Ουκρανία (18ος-20ος αι.) Κοινωνική Ζωή, Εμπόριο, Πολιτισμός, ό.π.

[19] Ελευθέριος Παυλίδης, ό.π., σελ.92.

[20] Για το “Ελληνικό Σχέδιο” βλ.: Yianis Τ. Tiktopulos, Rusko-turetskiye Voini 1789-74, 1787-91 gg. i Sumbi Grekof. Gretseski Proekt Ekaterini II, Μόσχα, εκδ. Universitet Lomonosof, 1992.

[21] Ισαάκ Λαυρεντίδης, “Οι εκ Σοβιετικής Ενώσεως Έλληνες ποντιακής καταγωγής και τα εκ της συνθήκης της Λωζάννης δικαιώματά τους”, περ. Αρχείον Πόντου, παρ. 15, Αθήνα, έκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, 1986, σελ. 21, Θεολόγος Γ. Παναγιωτίδης, Ο εν Ρωσσία Ελληνισμός, Αθήνα, εκδ. Τρεμπέλα, 19, σελ.26, Ελευθέριος Παυλίδης, ό.π., σελ.96-98, Χρήστος Σαμουηλίδης, Το χρονικό του Καρς, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, σελ.15.

[22] Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες, με το όνομα “Ρουμ μιλέτι” (μιλέτι: έθνος), αναγνωρίζονταν ως ένα από τα βασικά έθνη της αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αναγνωρίζονταν επίσης άλλα τρία “μιλέτια”. Το κυρίαρχο μουσουλμανικό, το αρμενικό και το εβραϊκό.

[23] Ισαάκ Ντώυτσερ, Στάλιν, τομ. 1, Αθήνα, εκδ. Χρησμός, 1971, σελ.6.

[24] Ε. Γύπαρης, “Βοήθεια στα σχολεία μας”, εφημ. Σπάρτακος, Νοβοροσίσκ, 28 Οκτωβρίου 1922, σελ.1.

[25] Χρήστος Σαμουηλίδης, ό.π., σελ. 16.

[26] S. Vasikof, ό.π., σελ.278.

[27] Ν. Ν, Ιοannidi, Greki v Abhazii, Σοχούμι, εκδ. Αλάτσαρα, 1990, σελ.39.

[28] Το 1897, το ποσοστό των ανθρώπων που ήξεραν γραφή και ανάγνωση στην τσαρική Ρωσία, ήταν 28,4% για τους άνδρες και 16,6% για τις γυναίκες. Περισσότερες από 100 εθνότητες και εθνικές ομάδες ήταν εντελώς αναλφάβητες. Το ποσοστό εγγραμμάτων μεταξύ 9 και 49 ετών στο Τατζικιστάν ήταν 2,3% και στην Κιργιζία 3,1% (Ι. Β. Λένιν, Για την εκπαίδευση, β’ έκδοση, Αθήνα, εκδ. Χρόνος 1976, σελ.9).

[29] Στυλιανός Β. Μαυρογένης, Το Κυβερνείον Καρς του Αντικαυκάσου (Καρσκαγια Ομπλαστ), Θεσσαλονίκη, εκδ. Ευξείνου Λέσχης, 1963, σελ.53.

[30] Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του “Ο πατέρας μου είχε ελληνική καταγωγή. Οι πρόγονοί του είχαν ζήσει στο Βυζάντιο απ’ όπου έφυγαν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπ­ολης από τους Τούρκους για να γλυτώσουν τις διώξεις.. Εγκαταστάθηκαν τελικά στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στα περίχωρα της κωμόπολης Αργυρούπολης (Γκιουμούς Χανέ). Αργότερα, λίγο πριν τον τελευταίο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, πήγαν στη Γεωργία εξαιτίας των επανειλημμένων διωγμών από τους Τούρκους”. Στη συνέχεια η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην ελληνική συνοικία της Αλεξανδρούπολης της Αρμενίας, στο ελληνικό σχολείο της οποίας ο Γκουρτζίεφ πήρε τις πρώτες του γνώσεις Το ψευδώνυμο Γκουρτζίεφ το πήρε μάλλον επειδή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε κατ’ αρχάς στη Γεωργία απ’ όπου ο πατέρας του μετανάστευσε στην Αρμενία. Ο Γκουρτζίεφ ήταν πολύγλωσσος, γεγονός που χαρακτήριζε τους περισσότερους Έλληνες της Υπερκαυκασίας Ο ίδιος έγραφε για την παιδεία του ότι η μητρική του γλώσσα ήταν τα ελληνικά, γνώριζε αρμένικα, επέλεγε να γράφει στα ρωσικά, σκεφτόταν στα περσικά και έλεγε ανέκδοτα στα αγγλικά. (I. G. Gurdzieff, Recontrés avec des hommes remarquables, ό.π., σελ.14, 62.) Στο έργο του Έλληνα διανοητή αναφέρθηκε ο γνωστός Ρώσος συγγραφέας Π. Δ. Ουσπένσκι στο βιβλίο του Εις αναζήτησιν του Κόσμου των Εκπλήξεων.

[31] Για το ρόλο των Ελλήνων της Ρωσίας στην ελληνική εθνεγερσία βλ.: G. L. Ars, “Gretseskoe Kommertserskoe ucolistse Odessy v 1817-1830 gg.-Iz Νovogretseskogo Orosvestseniya”, Balkanskie Issledovanija, τόμ. 10 1987, Χίλια Χρόνια Ελληνισμού-Ρωσίας, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1994.

Πηγή: kars1918.wordpress.com