13 Σεπτέμβριος 2013, 10:46 - Τελευταία Ενημέρωση: 5 Σεπτέμβριος 2014, 20:06

Η γυναίκα ως φορέας πολιτισμού στην Ποντιακή Μούσα

  • Η γυναίκα ως φορέας πολιτισμού στην Ποντιακή Μούσα

Η γυναίκα ως φορέας πολιτισμού στην Ποντιακή Μούσα.

Γράφει η Παρθένα Τσοκτουρίδου

Στο παρακάτω παραδοσιακό ποίημα, με απόδοση στην Ποντιακή διάλεκτο και στη Νεοελληνική καθομιλουμένη γλώσσα, τα σαλπίσματα της Ποντιακής Μούσας στους εξουσιαστές των φθοροποιών συστημάτων, τους υπενθυμίζουν ότι πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία. Το πνεύμα της αγέρωχης γυναίκας του μοναχογιού Γιάννη ανατρέπει το διεφθαρμένο καθεστώς (δράκο) των αρνητών της πολιτισμένης ζωής και αντανακλά φως και ανθρωπισμό.

Η γενναία γυναίκα του Μονόγιαννε γίνεται φορέας αλλαγής στο διάβα της ζωής προς τον πολιτισμό νικώντας το θεριό όταν εκείνο αντικρίζει τούτη τη γυναικεία μορφή, την τόσο ευγενική, ωραία, ηρωική. Σώζει τη ζωή του άντρα της αντιτασσόμενη στο κατεστημένο με τη λάμψη του πολιτιστικού της πνεύματος κατασυγκινώντας την ψυχή του άγριου και βάρβαρου παράγοντα με την αντίδραση της, η οποία προκαλεί αναστάτωση στο γεγονός ότι το θύμα, δηλ. ο άντρας της, υποτάσσεται στο πεπρωμένο.

Προκαλεί δέος και σεβασμό η γυναίκα του Μονόγιαννε, η οποία τιμωρεί τον αλαζονικό άνθρωπο της εξουσίας που την αγνοεί. Σε τούτο το ποίημα διαψεύδεται ο παλιός μύθος που υποβιβάζει τη γυναίκα στο ανίσχυρο φύλο, επειδή η γυναίκα με καταπληκτικές πράξεις και διεκδικώντας τα δικαιώματα της μπορεί να φωτίσει το νου των αρχόντων και των νομοθετών και να γίνει η γέφυρα απ’ όπου διαβαίνει η ζωή προς τον πολιτισμό κι όχι προς τον σκοταδισμό. Αυτή εξάλλου είναι και η πολιτιστική της αποστολή.

Στην ποντιακή διάλεκτο

Η γυναίκα του Μονόγιαννε

Διψούν τ’ ελάφια σα βουνά, τα ζαρκάδια σα όρη
Διψά κι η διπλοθάλαμος, διψά τη Γιάννε η κάλη.

-Ε…πεθερά, ε…πεθερά, χουλιάρ΄ νερόν, εκάγα!

-Την πεθερά σ’ μη λες ατο, πε ατο και τον Γιάννεν.

-Ε…Γιάννε μ’ και Μονόγιαννε μ’, χουλιάρ’ νερόν, εκάγα!

Κι ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες, ο μαναχόν ο Γιάννες
Ο Γιάννες επεπίρνοξεν και σο πεγάδ’ επήεν
Γαργάριξεν η μαστραπά κι εγνέφιξεν ο δράκον
Κι έξέβεν δράκος άγγελος και θελ’ να τρώει τον Γιάννεν.

-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κοίμαι και κοιμούμαι.

-Παρακαλώ σε, δράκε μου, αφ’ σε με καν πέντε ημέρας
Πάω, ελέπω τον κύρη μου, έρχουμαι κι εσύ φα με.

-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αγλήγορα έλα.

Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν
Όντας τερεί το πέραν κιαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.

-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κοίμαι και κοιμούμαι.

-Αφ’ σε με, δράκε, άφ’ σε με, άφ’ σε με, ναι θερίον
Πάω ελέπω τη μάνα μου, έρχουμαι κι εσύ φα με.

-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αγλήγορα έλα.

Πήγεν ο Γιάννες κι έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν
Όντας τερεί το πέραν κιαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.

-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κοίμαι και κοιμούμαι.
Παρακαλώ σε, δράκε μου, Θεού παρακαλίας
Ας πάω ελέπω τ’ ορφανά, διατάχκουμαι την κάλη μ’.

-Αρ άμε, άμε, Γιάννε μου, άμε κι αγλήγορα έλα.

Ο Γιάννες μόνον έργεψεν, ο δράκον εθερέθεν
Όντας τερεί το πέραν κιαν, ο Γιάννες κατηβαίνει.
Είχεν τα χέρια τ’ ΄πίσταυρα, την γούλαν κρεμαμένον
Κι άλλ’ από πίσ’ ο κύρης ατ’, χτουπίζ’ τα γένια τ’ κι έρται
Κι άλλ’ από πίσ’ η μάνα του, φτουλίεται η μάρσα
Κι άλλ’ από πίσ’ τα ορφανά τα’, την γούλαν ζαρωμένον
Κι απ’ εμπρ’ πάει η κάλη ατ, χρυσοκαβαλαρέα
Κατακαρδών’ τον Γιάννεν ατ’ς και φοβερίζ’ τον δράκον.

-Καλώς, καλώς τον Γιάννε μου, το πρωινό το διάρι μ’.

-Καλώς, καλώς το δράκο μου, τ’ ολημερνόν το διάρι μ’.

-Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δειλινάρι μ’
Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κοίμαι και κοιμούμαι.

-Σπαθίν να εν’ το πρόγεμα σ’, κοντάρ’ το δειλινάρι σ’
Φαρμα΄κ’ να τρως και να δειπνάς και κείσαι και κοιμάσαι.

-Κόρ’ απ’ εμέν ‘κ’ εντρέπεσαι; Απ’ εμέν’κι φοάσαι;

-Απ’ εσέν ξάι’ κ’ εντρέπουμαι, απ’ εσέν’ ‘κι φοούμαι.

-Σον Θο σ’, σον Θο σ’, ναι κόρασον, τα γονικά σ’ απ’ όθεν!

-Ο κυρ μ’ απ’ τους ουρανούς, η μάνα μ’ απ’ τα νέφια
Τ’ αδέρφια μ’ στράφνε και βροντούν κι εγώ γριλεύω δράκους!
Στου πεθερού μου το τζακόν’ σεράντα δράκων δέρμαν
Όταν θα παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν.
Και ση μωρί μ’ και το κουνίν σεράντα δρακοδόντια
Κρούω και παίρω και τ’ εσόν, γίνταν σεράντα έναν!

-Καθώς και λες, ναι κόρασον, άμε κι απ’όθεν έρθες
Ας εν ο Γιάννες χάρισμα σ’, έπαρ’ τον κι άμε, δέβα.
Ας εν ο Γιάννες αδελφό μ’ κι η κάλη ατ η νύφε μ’
Του Γιάννε τα μικρότερα ας είν’ γυναικαδέλφια μ’.

Στη νεοελληνική καθομιλουμένη

Η γυναίκα του Γιάννη, του μοναχογιού

Διψούν τα ελάφια στα βουνά, στα όρη τα ζαρκάδια
Διψάει κι η ετοιμόγεννη, του Γιάννη η γυναίκα.

-Ε…πεθερά, λίγο νερό και φλέγεται η ψυχή μου!

-Στην πεθερά σου μη το λες, στο Γιάννη πες το νύφη.

-Αχ, Γιάννη μου, λίγο νερό και φλέγεται η ψυχή μου!

Κι ο Γιάννης, ο μοναχογιός, έρημος μεσ’ στη νύχτα
Φεύγει γοργά απ’ το σπίτι του και για νερό πηγαίνει
Και χτύπησε τον μαστραπά και ξύπνησε ο δράκος
Και βγαίνει δράκος άγγελος, να φάει τον Γιάννη, θέλει.

-Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
Και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και κοιμάμαι.

-Άσε με, δράκε, άσε με, να ζήσω πέντε μέρες
Να πάω να δω τον κύρη μου κι ύστερα, δράκε, φα’ με.

-Άμε να πας και να τον δεις και μην αργήσεις Γιάννη.

Και πήγε ο Γιάννης κι άργησε και θύμωσε ο δράκος
Και σαν κοιτάζει πέρα-εκεί, ο Γιάννης κατεβαίνει.

-Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
Και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και κοιμάμαι.

-Άσε με, δράκε, άσε με, λυπήσου με θηρίο
Να πάω να δω τη μάνα μου και πάλι είμαι δικός σου.

-Άμε να πας και να την δεις και μην αργήσεις Γιάννη.

Και πήγε ο Γιάννης κι άργησε και θέριεψε ο δράκος
Και σαν κοιτάζει πέρα-εκεί, ο Γιάννης κατεβαίνει.

-Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
Και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και κοιμάμαι.

-Δράκε μου, σε παρακαλώ, λυπήσου με θηρίο
να πάω να δω τα ορφανά, την χήρα να ορμηνέψω.

-Άντε να πας να δεις κι αυτούς και γλήγορα να μου’ ρθεις.

Και πάλι ο Γιάννης άργησε και θύμωσε ο δράκος
Μα σαν κοιτάζει πέρ-εκεί, τον Γιάννη αντικρίζει.
Είχε τα χέρια σταυρωτά, γυρμένο το κεφάλι
Και πίσω ο πατέρας του τα γένια του μαδώντας
Πιο πίσω η μανούλα του, μαλλιοτραβιέται η δόλια
Και πίσω-πίσω τα ορφανά σαν φύλλα μαραμένα
Και πιο μπροστά η γυναίκα του, χρυσοκαβαλαρέα.
Τον δράκο τον φοβέριζε και ψύχωνε τον Γιάννη.

-Καλώς, καλώς τον Γιάννη μου, καλώς το πρωινό μου.

-Καλώς, καλώς το δράκο μου, το μεσημεριανό μου.

-Καλώς, καλώς το πρόγευμα, καλώς το δειλινό μου
Και τρώγω και καλοδειπνώ και πέφτω και κοιμάμαι.

-Σπαθί να ‘χεις για πρόγευμα, για δειλινό κοντάρι
Για δείπνο δηλητήριο και πέσε και κοιμήσου.

-Κόρη διόλου δεν ντρέπεσαι; Διόλου δεν με φοβάσαι;

-Καθόλου εγώ δεν νρέπουμαι, δεν σε φοβάμαι δράκε.

-Για τον Θεό σου κοπελιά, ποια ειν’ τα γονικά σου;

-Ο κύρης μου απ’ τους ουρανούς, η μάνα μου απ’ τα νέφη
Τ’ αδέρφια αστραπόβροντα κι εγώ σκοτώνω δράκους!
Στου πεθερού μου την αυλή σαράντα δράκων δέρμα
Και το δικό σου παίρνοντας, θα’ ναι σαράντα ένα.
Στην κούνια οπούν’ το βρέφος μου, σαράντα δρακοδόντια
Και το δικό σου παίρνοντας, θα’ ναι σαράντα ένα!

-Βρε κοπελιά, με τρόμαξες, για πάνε στο καλό σου
Κι ο αγαπημένος Γιάννης σου, ας είναι χάρισμά σου.
Και να’ σαι εσύ η νύφη μου κι ο Γιάννης αδελφός μου
Τα Γιάννη τα παιδόπουλα να τα’ χω κουνιαδάκια.

Τμήμα σύνταξης
Pontos-News.Gr

Διαβάστε ακόμα:

Οι 21 γέννες του Πόντου

Πώς ανατράπηκε το καθεστώς του «Μας» στην Ποντιακή παράδοση